ἀπόμακτρον: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: " to "Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh:...) |
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον;" to "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ἐπιρρόγανον, ῥόχανον;") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 33: | Line 33: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[strickle]]=== | |trtx====[[strickle]]=== | ||
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: [[ρηγλί]], [[ | Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: [[κόφτρα]], [[ρήγλα]], [[ρηγλί]], [[ρίγλα]]; Ancient Greek: [[ἀπόμακτρον]], [[ἐπιρρόγανον]], [[ῥόχανον]]; Latin: [[hostorium]]; Welsh: cyforbren | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 31 May 2024
English (LSJ)
τό, strickle, Ar.Fr.712.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.
German (Pape)
[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
linge pour s'essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».
Greek Monolingual
ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).
Greek Monotonic
ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀπομάσσω
a strickle, Ar.
Translations
strickle
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: κόφτρα, ρήγλα, ρηγλί, ρίγλα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ἐπιρρόγανον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren