πολυφαγία: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(c2)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfagia
|Transliteration C=polyfagia
|Beta Code=polufagi/a
|Beta Code=polufagi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">excess in eating</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>768b29</span>, <span class="bibl">Ph.1.686</span>, Plu.2.624a, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span> 2</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[excess in eating]], Arist.''GA''768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.''Protr.'' 2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, das [[Vielessen]]; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[gourmandise]], [[voracité]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] [[vraatzucht]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ [[прожорливость]] Arst., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''πολῠφᾰγία''': ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[ιδιότητα]] του πολυφάγου, το να τρώει [[κανείς]] πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> υπερβολική [[επιθυμία]] για [[λήψη]] τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την [[αίσθηση]] κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει [[σχέση]] με το [[περιβάλλον]] και την κληρονομική [[προδιάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολύφαγος</i>. <i>Ο</i> τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>polyphagie</i>].
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 15 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφᾰγία Medium diacritics: πολυφαγία Low diacritics: πολυφαγία Capitals: ΠΟΛΥΦΑΓΙΑ
Transliteration A: polyphagía Transliteration B: polyphagia Transliteration C: polyfagia Beta Code: polufagi/a

English (LSJ)

ἡ, excess in eating, Arist.GA768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.Protr. 2.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gourmandise, voracité.
Étymologie: πολύς, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.

Russian (Dvoretsky)

πολυφᾰγία:прожорливость Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφᾰγία: ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
η ιδιότητα του πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία
νεοελλ.
ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει σχέση με το περιβάλλον και την κληρονομική προδιάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφαγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polyphagie].