θεοποιός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theopoios | |Transliteration C=theopoios | ||
|Beta Code=qeopoio/s | |Beta Code=qeopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=θεοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[making gods]], Ar.''Fr.''786; [[ἁ θεοποιὸς τέχνα]] = [[θεοποιητική]], ''AP''9.774 (Glauc.); οὐ θεοποιός τις ἀλλ' [[ἀνθρωποποιός|ἀνθρωποποιὸς]] ὤν Luc.''Philops.''20.<br><span class="bld">II</span> [[making into gods]], [[deifying]], Dam.(?)ap.Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀποκλήρωσις]]; παραγγέλματα Hierocl.inCA19p.462M. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; [[τέχνη]] Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; [[τέχνη]] Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />[[qui divinise]].<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[ποιέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ Luc. = [[θεοπλάστης]].<br />изготовляющий изображения богов ([[τέχνη]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θεοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, [[θεοπλάστης]], Πολυδ. Α΄, 12∙ ἡ θ. [[τέχνη]] = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[λῆξις]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (AM [[θεοποιός]], -όν)<br />αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» — η [[θεοποιητική]])<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο της θείας φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοποιός]], [[ειδοποιός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που δημιουργεί, φτιάχνει θεούς, σε Ανθ. Π. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θεο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] gods, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
θεοποιόν,
A making gods, Ar.Fr.786; ἁ θεοποιὸς τέχνα = θεοποιητική, AP9.774 (Glauc.); οὐ θεοποιός τις ἀλλ' ἀνθρωποποιὸς ὤν Luc.Philops.20.
II making into gods, deifying, Dam.(?)ap.Suid. s.v. ἀποκλήρωσις; παραγγέλματα Hierocl.inCA19p.462M.
German (Pape)
[Seite 1197] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; τέχνη Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui divinise.
Étymologie: θεός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
θεοποιός: II ὁ Luc. = θεοπλάστης.
изготовляющий изображения богов (τέχνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, θεοπλάστης, Πολυδ. Α΄, 12∙ ἡ θ. τέχνη = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. λῆξις.
Greek Monolingual
-ό (AM θεοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» — η θεοποιητική)
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο της θείας φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθοποιός, ειδοποιός.
Greek Monotonic
θεοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που δημιουργεί, φτιάχνει θεούς, σε Ανθ. Π.