συγκολλητής: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(c1) |
mNo edit summary |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkollitis | |Transliteration C=sygkollitis | ||
|Beta Code=sugkollhth/s | |Beta Code=sugkollhth/s | ||
|Definition= | |Definition=συγκολλητοῦ, ὁ, [[one who glues together]], [[fabricator]], ψευδῶν Ar.''Nu.''446 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der [[Zusammenleimende]], [[Zusammensetzende]], ψευδῶν Ar. Nubb. 445. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui colle ensemble]], [[qui assemble]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. [[die aan elkaar plakt]]:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ [[собиратель]], [[составитель]], [[сочинитель]] (ψευδῶν Arph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συγκολλητής]], οῦ, ὁ,<br />one who glues [[together]], a [[fabricator]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 20 November 2023
English (LSJ)
συγκολλητοῦ, ὁ, one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).
German (Pape)
[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
Middle Liddell
συγκολλητής, οῦ, ὁ,
one who glues together, a fabricator, Ar.