ὀρυκτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(13_2)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὀρυκτής
|Medium diacritics=ὀρυκτής
|Low diacritics=ορυκτής
|Capitals=ΟΡΥΚΤΗΣ
|Transliteration A=oryktḗs
|Transliteration B=oryktēs
|Transliteration C=oryktis
|Beta Code=o)rukth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[digger]], Aesop. 99.<br><b class="num"></b>[[ploughshare]] (cf. [[ὄρυξ]] I) or [[implement for digging]], Str. 7.4.6, 15.1.18.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρύκτης]]) [[ορύσσω]]<br />αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, [[σκαφέας]], [[εκσκαφέας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ειδικά κατασκευασμένο [[βαρύ]] [[σφυρί]] το οποίο χρησιμοποιείται στα [[μεταλλεία]] για τη [[διάτρηση]] τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά [[είναι]] σκληρά<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβαιίδες, μεγάλοι σκαραβαίοι τών θερμών χωρών του παλαιού Κόσμου με παράξενη [[μορφή]] κεφαλής ρινόκερου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτηνό]] που σκάβει με το [[ράμφος]] του τη γη για την [[ανεύρεση]] σπόρων ή σκουληκιών<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρότρου ή το [[αυλάκι]] που ανοίγεται από το [[άροτρο]] [[κατά]] το όργωμα.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρυκτής Medium diacritics: ὀρυκτής Low diacritics: ορυκτής Capitals: ΟΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: oryktḗs Transliteration B: oryktēs Transliteration C: oryktis Beta Code: o)rukth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, digger, Aesop. 99.
ploughshare (cf. ὄρυξ I) or implement for digging, Str. 7.4.6, 15.1.18.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρύκτης) ορύσσω
αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας
νεοελλ.
1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι σκληρά
2. εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβαιίδες, μεγάλοι σκαραβαίοι τών θερμών χωρών του παλαιού Κόσμου με παράξενη μορφή κεφαλής ρινόκερου
αρχ.
1. πτηνό που σκάβει με το ράμφος του τη γη για την ανεύρεση σπόρων ή σκουληκιών
2. είδος αρότρου ή το αυλάκι που ανοίγεται από το άροτρο κατά το όργωμα.