ἀπόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Manual revert Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 14:59, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκροτος Medium diacritics: ἀπόκροτος Low diacritics: απόκροτος Capitals: ΑΠΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: apókrotos Transliteration B: apokrotos Transliteration C: apokrotos Beta Code: a)po/krotos

English (LSJ)

ἀπόκροτον,
A beaten or trodden hard, γῆ, χωρίον, Th.7.27, X.Eq. 7.15, cf. Hero Aut.2.1: generally, hard, χηλαὶ καὶ ὁπλαί Plu.2.98d: Medic., ἀρτηρία Gal.19.405; πῶρος ib.442: metaph., ψυχὴ λιθίνη καὶ ἀ. Ph.2.165, cf. Ptol. Tetr.155. Adv. ἀποκρότως = without fail, PGrenf.2.89.3 (vi A. D.), etc.; cf.Hsch. s.v. διακρότως.
II of style, sonorous, Anon.in Rh.191.20, 225.11.

Spanish (DGE)

-ον
I 1batido, apisonado γῆ Th.7.27, Plu.2.2e, χωρίον X.Eq.7.15, τὸ ἔδαφος Hero Aut.2.1
en gener. duro, rígido ὁπλαί Plu.2.98d, ἀρτηρία Gal.19.405
fig. λιθίνη καὶ ἀ. ψυχή Ph.2.165, cf. Ptol.Tetr.3.14.3, Epiph.Const.Haer.70.2.5 (p.234.16).
2 irrevocable, inviolable de un documento ἀντιφώνησις PFlor.343.3 (V d.C.).
II en ret. sonoro ὁ μὲν ἡρῷος ῥυθμός ἐστι σεμνὸς ἤτοι ἀπόκροτος Anon.in Rh.191.20, cf. 225.11.
III adv. -ως en firme, irrevocablemente, rígidamente ὀφείλω σοι καθαρῶς καὶ ἀ. PMasp.164.4, ὁρίζειν Epiph.Const.Haer.70.2 (p.234.9), ὀφείλειν καὶ χρεωστεῖν PGrenf.2.89.3 (VI d.C.), παρασχεῖν SB 9772.5, Hsch.s.u. διακρότως.

German (Pape)

[Seite 309] hart, eigtl. festgestampft, von festem Boden, Thuc. 7, 27; χωρίον Xen. Equ. 7, 15; Sp.; Plut. καὶ τραχυτέρα γῆ educ. lib. 4 M.; von den harten Hufen der Pferde, ὁπλαὶ ἀπόκροτοι de fortuna p. 304; auch = steil, abschüssig, Hel.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.
Étymologie: ἀπό, κρότος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκροτος: твердый, плотный (γῆ Thuc., Plat.; χωρίον Xen.; ὁπλαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκροτος: -ον, ὁ καλῶς πεπατημένος, τραχύς, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, γῆ, χωρίον, Θουκ. 7. 27, Ξεν. Ἱππ. 7. 15: - ἐν γένει, σκληρός, ἐπὶ τῶν ὀνύχων τῶν ζῴων, Πλούτ. 2. 98D: ἐπὶ σκληροῦ φύματος ἤ οἰδήματος, Παῦλ. Αἰγ.: - μεταφ. ψυχή λιθίνη καὶ ἀπόκροτος Φίλων 2. 165· πρβλ. σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2, σ. 288. -Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 813.

Greek Monolingual

ἀπόκροτος, -ον (Α) κρότος
1. (για έδαφος) αυτός που έχει πατηθεί καλά, στερεός
2. σκληρός, τραχύς
3. πείσμων.

Greek Monotonic

ἀπόκροτος: -ον (κροτέω), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί καλά, συμπαγής, λέγεται για έδαφος, σε Θουκ.

Middle Liddell

κροτέω
beaten or trodden hard, of ground, Thuc.

English (Woodhouse)

hard, stamped down, trodden down

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

asper, harsh, rough, 7.27.5.