θαλαμίτης: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(13_5) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θᾰλᾰμῑ́της | ||
|Medium diacritics=θαλαμίτης | |Medium diacritics=θαλαμίτης | ||
|Low diacritics=θαλαμίτης | |Low diacritics=θαλαμίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalamitis | |Transliteration C=thalamitis | ||
|Beta Code=qalami/ths | |Beta Code=qalami/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[θάλαμος]] ''III'') one of the [[rower]]s on the [[low]]est [[bench]] of a [[trireme]], who had the [[short]]est [[oar]]s and the [[least]] [[pay]], Sch.Ar.Ra.1106. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1182.png Seite 1182]] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. [[ζυγίτης]] u. [[θρανίτης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1182.png Seite 1182]] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. [[ζυγίτης]] u. [[θρανίτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[rameur du rang inférieur]].<br />'''Étymologie:''' [[θάλαμος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θᾰλᾰμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θάλαμος]] ΙΙΙ) ὁ [[κωπηλάτης]] ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς κατωτάτης σειρᾶς τῶν ἑδωλίων, ἔχων τὴν βραχυτάτην κώπην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐλάχιστον μισθόν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5.107 (κοινῶς θαλαμίαι), Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074· πρβλ. [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]], [[θαλάμαξ]], [[θαλάμιος]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[θάλαμος]], Τζέτζ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θαλαμίτης]], ό (Α)<br />[[κωπηλάτης]] της κατώτατης [[σειράς]] εδωλίων της αρχαίας τριήρους ο [[οποίος]] είχε τα πιο [[κοντά]] [[κουπιά]] και τη μικρότερη [[αμοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιτης</i> ([[πρβλ]]. [[λοχίτης]], [[οπλίτης]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰλᾰμίτης:''' [ῑ], -ον, ὁ ([[θάλαμος]] III), ο [[κωπηλάτης]], αυτός που κάθεται στην κατώτατη [[σειρά]] εδωλίων μιας τριήρους, ο [[οποίος]] είχε τα πιο μικρά [[κουπιά]] και το χαμηλότερο [[μισθό]]· πρβλ. [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θᾰλᾰμῑ́της, ου, [[θάλαμος]] III]<br />one of the rowers on the lowest [[bench]] of a [[trireme]], who had the shortest oars and the [[least]] pay; cf. [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (θάλαμος III) one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay, Sch.Ar.Ra.1106.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, der in den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren auf der untersten Ruderbank sitzende Ruderer, der das kürzeste Ruder führt u. wegen der leichtern Arbeit den geringsten Sold erhält, Schol. Ar. Ach. 161 Ran. 1072. Vgl. ζυγίτης u. θρανίτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θάλαμος ΙΙΙ) ὁ κωπηλάτης ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς κατωτάτης σειρᾶς τῶν ἑδωλίων, ἔχων τὴν βραχυτάτην κώπην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐλάχιστον μισθόν, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5.107 (κοινῶς θαλαμίαι), Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης, θαλάμαξ, θαλάμιος. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐκ τοῦ θάλαμος, Τζέτζ.
Greek Monolingual
θαλαμίτης, ό (Α)
κωπηλάτης της κατώτατης σειράς εδωλίων της αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ιτης (πρβλ. λοχίτης, οπλίτης)].
Greek Monotonic
θᾰλᾰμίτης: [ῑ], -ον, ὁ (θάλαμος III), ο κωπηλάτης, αυτός που κάθεται στην κατώτατη σειρά εδωλίων μιας τριήρους, ο οποίος είχε τα πιο μικρά κουπιά και το χαμηλότερο μισθό· πρβλ. ζυγίτης, θρανίτης.
Middle Liddell
θᾰλᾰμῑ́της, ου, θάλαμος III]
one of the rowers on the lowest bench of a trireme, who had the shortest oars and the least pay; cf. ζυγίτης, θρανίτης.