καλλίκερως: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(13_1)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=καλλίκερως
|Medium diacritics=καλλίκερως
|Low diacritics=καλλίκερως
|Capitals=ΚΑΛΛΙΚΕΡΩΣ
|Transliteration A=kallíkerōs
|Transliteration B=kallikerōs
|Transliteration C=kallikeros
|Beta Code=kalli/kerws
|Definition= = [[καλλικέρας]] ([[with beautiful horns]]), [[ταῦρος]], [[ἔλαφος]], ''AP''7.744 (D.L.), 9.603(Antip.).<br><span class="bld">II</span> = [[τῆλις]], Gal.12.426.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
}}
{{bailly
|btext=ω (ὁ, ἡ)<br /><i>acc.</i> ων;<br />[[aux belles cornes]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίκερως:''' adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами ([[ἔλαφος]], [[ταῦρος]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''καλλίκερως''': ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = [[αἰγόκερως]], Γαλην. τ. 13. 355.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[καλλίκερως]])<br />αυτός που έχει ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> καλλ(ι)- <span style="color: red;">+</span> -κερως (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], [[πρβλ]]. αττ. γεν. <i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>-<i>ος</i>), [[πρβλ]]. [[ολιγόκερως]] [[ορθόκερως]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />with [[beautiful]] horns, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκερως Medium diacritics: καλλίκερως Low diacritics: καλλίκερως Capitals: ΚΑΛΛΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: kallíkerōs Transliteration B: kallikerōs Transliteration C: kallikeros Beta Code: kalli/kerws

English (LSJ)

= καλλικέρας (with beautiful horns), ταῦρος, ἔλαφος, AP7.744 (D.L.), 9.603(Antip.).
II = τῆλις, Gal.12.426.

German (Pape)

[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.

Greek Monolingual

ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγόκερως ορθόκερως].

Greek Monotonic

καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κέρας
with beautiful horns, Anth.