ἀνάποινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapoinos
|Transliteration C=anapoinos
|Beta Code=a)na/poinos
|Beta Code=a)na/poinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without ransom</b>, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον <span class="bibl">Il.1.99</span>.</span>
|Definition=ἀνάποινον, [[without ransom]], only once in neut. (as adverb, acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -πυνος Hsch.α 4535<br /><b class="num">1</b> (entendido a veces como adv.), [[sin rescate]] κούρη <i>Il</i>.1.99, . ·[[ἀλύτρωτος]] Hsch.α 4513, cf. [[l.c.]], Sud.<br /><b class="num">2</b> ciren. μάταιος Hsch.α 4513, [[l.c.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit [[ἀπριάτην]], Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit [[ἀπριάτην]], Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάποινος''': -ον, [[ἄνευ]] ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. [[ἀπριάτην]] ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. [[νήποινος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἄποινα]]): [[without]] [[ransom]], Il. 1.99†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάποινος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται [[χωρίς]] [[λύτρα]] ή [[χωρίς]] δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία [[φορά]], Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄποινα]] «δώρα, [[λίτρα]]» <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάποινος:''' -ον ([[ἄποινα]]), αυτός που δεν έχει [[ποινή]], μόνο στο ουδ. <i>ἀνάποινον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄποινα]]<br />without [[ransom]], only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάποινος Medium diacritics: ἀνάποινος Low diacritics: ανάποινος Capitals: ΑΝΑΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: anápoinos Transliteration B: anapoinos Transliteration C: anapoinos Beta Code: a)na/poinos

English (LSJ)

ἀνάποινον, without ransom, only once in neut. (as adverb, acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.

German (Pape)

[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.

English (Autenrieth)

(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.

Greek Monolingual

ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.

Greek Monotonic

ἀνάποινος: -ον (ἄποινα), αυτός που δεν έχει ποινή, μόνο στο ουδ. ἀνάποινον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄποινα
without ransom, only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.