ὀξύμωρος: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀξῠμωρος
|Full diacritics=ὀξῠ́μωρος
|Medium diacritics=ὀξύμωρος
|Medium diacritics=ὀξύμωρος
|Low diacritics=οξύμωρος
|Low diacritics=οξύμωρος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksymoros
|Transliteration C=oksymoros
|Beta Code=o)cu/mwros
|Beta Code=o)cu/mwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pointedly foolish</b> : <b class="b3">τὸ ὀξύμωρον</b> <b class="b2">a witty saying, the more pointed from being paradoxical</b> or seemingly <b class="b2">absurd</b>, such as <b class="b2">insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax</b>, Serv.ad Verg.<span class="title">A.</span>7.295, etc.</span>
|Definition=ὀξύμωρον, [[pointedly foolish]] : τὸ [[ὀξύμωρον]] = [[oxymoron]] a witty saying, the more pointed from being paradoxical or seemingly [[absurd]], such as [[insaniens sapientia]], [[strenua inertia]], [[splendide mendax]], Serv.ad Verg.A.7.295, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] spitzdumm, τὸ ὀξύμωρον, ein spitzfindiger, witziger Gedanke, dessen Ausdruck beim ersten Anblick einfältig erscheint, bes. die witzige Verbindung zweier sich scheinbar widersprechender Begriffe, wie concordia discors u. a., Gramm. u. Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] spitzdumm, τὸ ὀξύμωρον, ein spitzfindiger, witziger Gedanke, dessen Ausdruck beim ersten Anblick einfältig erscheint, bes. die witzige Verbindung zweier sich scheinbar widersprechender Begriffe, wie concordia discors u. a., Gramm. u. Rhett.
}}
{{ls
|lstext='''ὀξύμωρος''': -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον [[μωρός]]· ― τὸ ὀξύμωρον, [[λόγος]] εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται [[ἀνόητος]] ἢ [[παράδοξος]], οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― [[Κατὰ]] Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον [[σχῆμα]] τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω».
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] έντονο τρόπο [[φαινόμενος]] [[μωρός]], ο φαινομενικά [[ανόητος]], [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οξύμωρο [[σχήμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την [[άλλη]] φαινομενικά, [[αλλά]] εκφράζουν στην [[ουσία]] τους [[κάτι]] το [[λογικό]], όπως λ.χ. <i>σπεύδε βραδέως</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οξυμώρως</i><br />με οξύμωρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μωρός]] ([[πρβλ]]. [[δριμύμωρος]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀξύς]] + [[μωρός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὀξύς]].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠ́μωρος Medium diacritics: ὀξύμωρος Low diacritics: οξύμωρος Capitals: ΟΞΥΜΩΡΟΣ
Transliteration A: oxýmōros Transliteration B: oxymōros Transliteration C: oksymoros Beta Code: o)cu/mwros

English (LSJ)

ὀξύμωρον, pointedly foolish : τὸ ὀξύμωρον = oxymoron a witty saying, the more pointed from being paradoxical or seemingly absurd, such as insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Serv.ad Verg.A.7.295, etc.

German (Pape)

[Seite 353] spitzdumm, τὸ ὀξύμωρον, ein spitzfindiger, witziger Gedanke, dessen Ausdruck beim ersten Anblick einfältig erscheint, bes. die witzige Verbindung zweier sich scheinbar widersprechender Begriffe, wie concordia discors u. a., Gramm. u. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύμωρος: -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον μωρός· ― τὸ ὀξύμωρον, λόγος εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται ἀνόητοςπαράδοξος, οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― Κατὰ Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον σχῆμα τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύμωρος, -ον)
1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής
2. φρ. «οξύμωρο σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη φαινομενικά, αλλά εκφράζουν στην ουσία τους κάτι το λογικό, όπως λ.χ. σπεύδε βραδέως.
επίρρ...
οξυμώρως
με οξύμωρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μωρός (πρβλ. δριμύμωρος)].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + μωρός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.