μονοειδής: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(13_4) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoeidis | |Transliteration C=monoeidis | ||
|Beta Code=monoeidh/s | |Beta Code=monoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=μονοειδές, [[one in kind]], [[simple]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''612a, ''Phd.''78d, ''Smp.''211b, etc.; κτήσεις τῶν μ. Phld.''Oec.''p.72 J.; opp. [[δίσωμος]], of [[ζῴδια]], Ptol.''Tetr.''119; [[unique]], Pl.''Ti.''59b, Dam.''Pr.''151: Comp., Thphr.''HP''8.5.1; [[τὸ μονοειδές]] = [[uniformity]], Plb.9.1.2. Adv. [[μονοειδῶς]] Ptol.''Tetr.''120, S.E.''M.''6.44, Iamb. ''Myst.''1.3, etc.; [[in single kinds]], [[severally]], εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. ''Ep.''2p.51U. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ές, einförmig, von einerlei Art, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] ές, einförmig, von einerlei Art, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πολυειδής]], Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καθ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[d'une seule sorte]], [[simple]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονοειδής:''' [[единообразный]], [[однородный]] (μ. καὶ [[ἀμέριστος]] Plat.; [[ἁπλοῦς]] καὶ μ. Sext.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονοειδής''': -ές, ([[εἶδος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, [[ὁμοιόμορφος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοειδής]], -ές)<br />αυτός που αποτελεί ένα μόνο [[είδος]] ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]], [[απλός]], [[ομοιόμορφος]] («τότ' ἄν τις [[ἴδοι]] αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, [[εἴτε]] πολυειδὴς [[εἴτε]] [[μονοειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοειδές</i><br />η [[ομοιομορφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα<br /><b>2.</b> [[χωριστά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από [[μία]] μόνο [[μορφή]] ή είδος, [[ομοιόμορφος]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />of one [[form]] or [[kind]], [[uniform]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 21 December 2024
English (LSJ)
μονοειδές, one in kind, simple, Pl.R.612a, Phd.78d, Smp.211b, etc.; κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72 J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr.119; unique, Pl.Ti.59b, Dam.Pr.151: Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μονοειδές = uniformity, Plb.9.1.2. Adv. μονοειδῶς Ptol.Tetr.120, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally, εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.
German (Pape)
[Seite 203] ές, einförmig, von einerlei Art, Gegensatz von πολυειδής, Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καθ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une seule sorte, simple.
Étymologie: μόνος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
μονοειδής: единообразный, однородный (μ. καὶ ἀμέριστος Plat.; ἁπλοῦς καὶ μ. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
μονοειδής: -ές, (εἶδος) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, ὁμοιόμορφος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονοειδής, -ές)
αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ' ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές
η ομοιομορφία.
επίρρ...
μονοειδῶς (Α)
1. με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα
2. χωριστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ειδής].
Greek Monotonic
μονοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από μία μόνο μορφή ή είδος, ομοιόμορφος, σε Πλάτ.