ἐντροπία: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entropia | |Transliteration C=entropia | ||
|Beta Code=e)ntropi/a | |Beta Code=e)ntropi/a | ||
|Definition=Ion. < | |Definition=Ion. [[ἐντροπίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἐντροπή]], Hp.''Decent.''2.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">δόλιαι ἐντροπίαι</b> subtle [[twists]], [[tricks]], [[dodges]], h.Merc.245. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] ἡ, = [[ἐντροπή]], Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[confusion]], [[pudeur]];<br /><b>2</b> αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐντροπία:''' ἡ [[увертка]], [[уловка]] (δόλιαι ἐντροπίαι HH). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐντροπία''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐντροπία]], ιων. ἐντροπίη)<br />[[δολοπλοκία]], [[τέχνασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> θερμοδυναμικό [[μέγεθος]] κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η [[τιμή]] αυξάνεται [[έπειτα]] από μια αναντίστρεπτη [[μεταβολή]] ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή [[έπειτα]] από μια αντιστρεπτή [[μεταβολή]] του. Η [[εντροπία]] [[είναι]] το [[μέτρο]] της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε [[μεταβολή]] που οδηγεί σε μεγαλύτερη [[αταξία]] μορίων συνοδεύεται από [[αύξηση]] της εντροπίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντροπία:''' ἡ, [[τέχνασμα]], [[ραδιουργία]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐντροπία]], ἡ, [from [[ἐντροπή]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[dodge]], Hhymn. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ἐντροπίη, ἡ,
A = ἐντροπή, Hp.Decent.2.
II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντροπία: ἡ увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.
Greek Monolingual
η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.