κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kodonofalaropolos | |Transliteration C=kodonofalaropolos | ||
|Beta Code=kwdwnofalaro/pwlos | |Beta Code=kwdwnofalaro/pwlos | ||
|Definition= | |Definition=κωδωνοφαλαρόπωλον, [[with jingling harness]], coined by Ar.''Ra.''963, as a parody on Aeschylus. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ος;<br />[[dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais]].<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» ([[πρβλ]]. [[ενδοξόπωλος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ. | |lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον<br />with bells on his horses' [[trappings]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
κωδωνοφαλαρόπωλον, with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.
German (Pape)
[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.
Russian (Dvoretsky)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).
Greek Monolingual
κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξόπωλος)].
Greek Monotonic
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.
Middle Liddell
κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον
with bells on his horses' trappings, Ar.