θεριστής: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(6_19)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theristis
|Transliteration C=theristis
|Beta Code=qeristh/s
|Beta Code=qeristh/s
|Definition=οῦ, ὁ,= <b class="b3">θεριστήρ</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>6.10</span>, <span class="bibl">D.18.51</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>580b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span> 292.486</span> (iii B.C.): <b class="b3">θερισταί, οἱ</b>, a satyric play of Euripides, Arg.E. <span class="title">Med.</span>
|Definition=θεριστοῦ, ὁ, = [[θεριστήρ]], X.''Hier.''6.10, D.18.51, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''580b20, ''PCair.Zen.'' 292.486 (iii B.C.): [[θερισταί]], οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. ''Med.''
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] ὁ, = [[θεριστήρ]]; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] ὁ, = [[θεριστήρ]]; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[moissonneur]], [[faucheur]].<br />'''Étymologie:''' [[θερίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεριστής:''' οῦ ὁ [[жнец]], [[косец]] Xen., Dem., Arst., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεριστής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι [[ἔργον]] τοῦ Εὐριπ.
|lstext='''θεριστής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι [[ἔργον]] τοῦ Εὐριπ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[θερίζω]]; a harvester: [[reaper]].
}}
{{Thayer
|txtha=θεριστου, ὁ ([[θερίζω]]), a [[reaper]]: [[Bel]] and the Dragon, 33; [[Xenophon]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others.)
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[θερίστρια]] και θερίστρα (ΑΜ [[θεριστής]]) [[θερίζω]]<br />αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο [[εξολοθρευτής]] («ο [[χάρος]] ο [[θεριστής]]»)<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του [[μήνα]] Ιουνίου, [[επειδή]] κατ' αυτόν γίνεται ο [[θερισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>Θερισταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού έργου του Ευριπίδη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεριστής:''' -οῦ, ὁ ([[θερίζω]]), αυτός που θερίζει, ο [[θεριστής]], [[δρεπανιστής]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεριστής]], οῦ, [[θερίζω]]<br />a [[reaper]], harvester, Eur., Xen.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qerist»j 帖里士帖士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':溫暖(的人)<br />'''字義溯源''':收割者,收穫者,收割的人;源自([[θερίζω]])=收割);而 ([[θερίζω]])出自([[θέρος]])=熱,夏), ([[θέρος]])又出自([[θέρος]])X*=加熱)。參讀 ([[θερίζω]])同源字<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39
}}
}}

Latest revision as of 21:52, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστής Medium diacritics: θεριστής Low diacritics: θεριστής Capitals: ΘΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: theristḗs Transliteration B: theristēs Transliteration C: theristis Beta Code: qeristh/s

English (LSJ)

θεριστοῦ, ὁ, = θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.

English (Strong)

from θερίζω; a harvester: reaper.

English (Thayer)

θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon, 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.

Greek Monotonic

θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:qerist»j 帖里士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:溫暖(的人)
字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39