πρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proks
|Transliteration C=proks
|Beta Code=prw/c
|Beta Code=prw/c
|Definition=ἡ, gen. <b class="b3">πρωκός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dewdrop</b>, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ <span class="bibl">Theoc.4.16</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Ap.</span>41</span>, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, gen. [[πρωκός]], [[dewdrop]], only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.''Ap.''41, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0803.png Seite 803]] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ [[τέττιξ]], Theocr. 4, 16. Nach den Alten von [[πρωΐ]], eigtl. Thautropfen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0803.png Seite 803]] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ [[τέττιξ]], Theocr. 4, 16. Nach den Alten von [[πρωΐ]], eigtl. Thautropfen.
}}
{{elnl
|elnltext=πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] [[dauwdruppel]], [[alleen plur]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρώξ:''' πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.
}}
{{grml
|mltxt=-ωκός, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] δροσιάς, [[δροσοσταλίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πρῶκες</i><br />οι σταγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρώξ]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>pr</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πρόξ]]) της ρίζας <i>perk</i>- «[[μελανόστικτος]], [[παρδαλός]]» (για τη σημ. της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[περκνός]]) με φωνηεντισμό -<i>ō</i>- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>θώψ</i>, [[κλώψ]], <i>ῥώξ</i>, [[τρώξ]]) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «[[στάζω]], [[στίζω]]» (για τη σημ. αυτή <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pŕsan</i>- «[[στικτός]]», <i>prsata</i>- «[[σταγόνα]] νερού»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρώξ:''' ἡ, γεν. <i>πρωκός</i>, [[σταγόνα]] δροσιάς, [[δροσοσταλίδα]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρώξ''': ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται [[ὥσπερ]] ὁ [[τέττιξ]] Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».
|lstext='''πρώξ''': ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται [[ὥσπερ]] ὁ [[τέττιξ]] Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».
}}
{{etym
|etymtx=πρωκός<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[dewdrop]] (Theoc., Call.).<br />Other forms: only pl. [[πρῶκες]].<br />Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- [[drop]] (spotted).<br />Etymology: Formation like [[κλώψ]], [[ῥῶπες]], [[τρώξ]] a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for [[sprinkle]], which left traces in several derived adj., s. [[περκνός]]. On the meaning [[sprinkle]]: [[drop]] cf. esp. Skt. <b class="b2">pŕ̥ṣan-</b> [[spotted]], [[speckled]], <b class="b2">pr̥ṣatá-</b> m. [[spotted gazelle]] (Ved.), [[drop of water]] (ep. class.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[dewdrop]], Theocr.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πρώξ''': πρωκός,<br />{prṓks}<br />'''Forms''': nur pl. [[πρῶκες]]<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Tautropfen]] (Theck., Kall.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[κλώψ]], [[ῥῶπες]], [[τρώξ]] u. a. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); somit wohl eig. ein Nom. agentis "der Tropfer, der Sprenkler" von einem verlorengegangenen Verb für [[sprenkeln]], das in mehreren abgeleiteten Adj. Spuren hinterlassen hat, s. [[περκνός]]. Zur Bed. [[sprenkeln]]: [[Tropfen]] vgl. bes. aind. ''pŕ̥ṣan''- [[gefleckt]], [[scheckig]], ''pr̥ṣatá''- m. [[gesprenkelte Gazelle]] (ved.), [[Wassertropfen]] (ep. klass.).<br />'''Page''' 2,608
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώξ Medium diacritics: πρώξ Low diacritics: πρωξ Capitals: ΠΡΩΞ
Transliteration A: prṓx Transliteration B: prōx Transliteration C: proks Beta Code: prw/c

English (LSJ)

ἡ, gen. πρωκός, dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.

German (Pape)

[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur.

Russian (Dvoretsky)

πρώξ: πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.

Greek Monolingual

-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].

Greek Monotonic

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερτέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».

Frisk Etymological English

πρωκός
Grammatical information: f.
Meaning: dewdrop (Theoc., Call.).
Other forms: only pl. πρῶκες.
Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- drop (spotted).
Etymology: Formation like κλώψ, ῥῶπες, τρώξ a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for sprinkle, which left traces in several derived adj., s. περκνός. On the meaning sprinkle: drop cf. esp. Skt. pŕ̥ṣan- spotted, speckled, pr̥ṣatá- m. spotted gazelle (Ved.), drop of water (ep. class.).

Middle Liddell

a dewdrop, Theocr.

Frisk Etymology German

πρώξ: πρωκός,
{prṓks}
Forms: nur pl. πρῶκες
Grammar: f.
Meaning: Tautropfen (Theck., Kall.).
Etymology: Bildung wie κλώψ, ῥῶπες, τρώξ u. a. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); somit wohl eig. ein Nom. agentis "der Tropfer, der Sprenkler" von einem verlorengegangenen Verb für sprenkeln, das in mehreren abgeleiteten Adj. Spuren hinterlassen hat, s. περκνός. Zur Bed. sprenkeln: Tropfen vgl. bes. aind. pŕ̥ṣan- gefleckt, scheckig, pr̥ṣatá- m. gesprenkelte Gazelle (ved.), Wassertropfen (ep. klass.).
Page 2,608