περαντικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perantikos
|Transliteration C=perantikos
|Beta Code=perantiko/s
|Beta Code=perantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conclusive</b>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>1378</span>; <b class="b3">π. λόγος</b>, a kind of syllogism, <span class="title">Stoic.</span>2.77, cf. Gal.18(1).219. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">περαντικά, τά</b>, dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2032.61</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=περαντική, περαντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[conclusive]], Ar. ''Eq.''1378; περαντικὸς [[λόγος]], a kind of [[syllogism]], ''Stoic.''2.77, cf. Gal.18(1).219.<br><span class="bld">II</span> [[περαντικά]], τά, dub. sens. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2032.61 (vi A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος [[πέρας]] τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς [[ῥήτωρ]] erklärt wird durch ὁ [[πέρας]] τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος [[πέρας]] τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς [[ῥήτωρ]] erklärt wird durch ὁ [[πέρας]] τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />apte à accomplir, à achever, à conclure ; <i>t. de log.</i> περαντικὸς [[λόγος]] sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[περαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περαντικός -ή -όν [περαίνω] [[overtuigend]].
}}
{{elru
|elrutext='''περαντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[логически рассуждающий]], [[убедительный]] (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[логический]] ([[λόγος]] Diog. L.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περαίνω]]<br />αυτός που οδηγεί σε [[συμπέρασμα]], [[συμπερασματικός]], [[λογικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περαντικὸς [[λόγος]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[είδος]] συλλογισμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περαντικός:''' -ή, -όν ([[περαίνω]]), [[τελικός]], [[τελειωτικός]], [[αμφισβήτητος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περαντικός''': -ή, -όν, ([[περαίνω]]) καταλήγων εἰς [[συμπέρασμα]], [[λογικός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. [[λόγος]], [[εἶδος]] συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[περαντικός]], [[πέρας]] ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»
|lstext='''περαντικός''': -ή, -όν, ([[περαίνω]]) καταλήγων εἰς [[συμπέρασμα]], [[λογικός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. [[λόγος]], [[εἶδος]] συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[περαντικός]], [[πέρας]] ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περαντικός]], ή, όν [[περαίνω]]<br />[[conclusive]], [[logical]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαντικός Medium diacritics: περαντικός Low diacritics: περαντικός Capitals: ΠΕΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perantikós Transliteration B: perantikos Transliteration C: perantikos Beta Code: perantiko/s

English (LSJ)

περαντική, περαντικόν,
A conclusive, Ar. Eq.1378; περαντικὸς λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219.
II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

περαντικός:
1 логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2 логический (λόγος Diog. L.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.

Greek Monotonic

περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

Middle Liddell

περαντικός, ή, όν περαίνω
conclusive, logical, Ar.