ἀκόλλητος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akollitos | |Transliteration C=akollitos | ||
|Beta Code=a)ko/llhtos | |Beta Code=a)ko/llhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκόλλητον,<br><span class="bld">A</span> [[not cemented]] or [[not glued]], λίθοι ''BCH''35.43 (Dclos); [[not adhering]], [[δέρμα]] σώμασι Gal.11.125; [[not united]], [[not healed up]], of [[wound]]s, Id.18(2).802.<br><span class="bld">2</span> [[incapable of being compacted]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despegado]], [[no unido]] ἀκόλλητον βρέτας [[imagen]] arrancada</i> de su [[pedestal]], S.<i>Fr</i>.10c.8 (cj.), de [[bloque]]s de [[piedra]] [[fracturado]]s y [[reparado]]s mediante argamasa o [[clavija]]s <i>ID</i> 507.12 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>medic. [[no cicatrizado]], [[no cerrado]] de una [[herida]], Gal.18(2).802.<br /><b class="num">2</b> gram. que no puede [[unirse]], [[formar]] [[grupo]] [[consonántico]] de ν [[seguida]] de χ D.H.<i>Comp</i>.22.15.<br /><b class="num">3</b> [[que no se adhiere]] [[δέρμα]] [[σώμα]]σι Gal.11.125. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκόλλητος''': ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύναπτος]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42. | |lstext='''ἀκόλλητος''': ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύναπτος]], Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα [[μέλη]]» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολλητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κολλῶ</i>]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(nicht zusammenzuleimen), <i>[[unvereinbar]]</i>, Dion.Hal. <i>C.V</i>. p. 42; Galen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκόλλητον,
A not cemented or not glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, not healed up, of wounds, Id.18(2).802.
2 incapable of being compacted, D.H.Comp.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
•medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].
German (Pape)
(nicht zusammenzuleimen), unvereinbar, Dion.Hal. C.V. p. 42; Galen.