ἐπετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_18)
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epetisios
|Transliteration C=epetisios
|Beta Code=e)peth/sios
|Beta Code=e)peth/sios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐπέτειος]], <b class="b2">from year to year, yearly</b>, καρπός <span class="bibl">Od.7.118</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.320.12</span> (i A.D.); προστατεία <span class="bibl">Th.2.80</span>; θυσίαι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.131d</span>; <b class="b2">lasting the whole year</b>, τελεσφορίη <span class="bibl">Call.<span class="title">Ap.</span>78</span>; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον <b class="b2">for a year</b>, Epigr.Gr.815.</span>
|Definition=ἐπετήσιον, = [[ἐπέτειος]], [[from year to year]], [[yearly]], καρπός Od.7.118, cf. ''PSI''4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.''Or.''4.131d; [[lasting the whole year]], τελεσφορίη Call.''Ap.''78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον [[for a year]], Epigr.Gr.815.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] = [[ἐπέτειος]], [[καρπός]], das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] = [[ἐπέτειος]], [[καρπός]], das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[de chaque année]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπετήσιος:''' Hom. = [[ἐπέτειος]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπετήσιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ [[ἔτος]] διαρκῶν, [[διηνεκής]], [[καρπὸς]] Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.
|lstext='''ἐπετήσιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ [[ἔτος]] διαρκῶν, [[διηνεκής]], [[καρπὸς]] Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.
}}
{{Autenrieth
|auten=(ϝέτος): [[throughout]] [[all]] the [[year]], Od. 7.118†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλο το [[έτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο, [[ενιαύσιος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐπετήσιον</i><br />για ένα [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ετήσιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπετήσιος:''' -ον, = [[ἐπέτειος]], αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. [[κάθε]] χρόνο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπετήσιος]], ον = [[ἐπέτειος]],]<br />from [[year]] to [[year]], [[yearly]], Od.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[annuus]]'', [[yearly]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.80.5/ 2.80.5], [<i>vulgo et Bekk.</i> <i>commonly and in Bekker's text</i> ἐπ᾽ ἐτησίῳ]
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπετήσιος Medium diacritics: ἐπετήσιος Low diacritics: επετήσιος Capitals: ΕΠΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: epetḗsios Transliteration B: epetēsios Transliteration C: epetisios Beta Code: e)peth/sios

English (LSJ)

ἐπετήσιον, = ἐπέτειος, from year to year, yearly, καρπός Od.7.118, cf. PSI4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.Or.4.131d; lasting the whole year, τελεσφορίη Call.Ap.78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον for a year, Epigr.Gr.815.

German (Pape)

[Seite 918] = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chaque année.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπετήσιος: Hom. = ἐπέτειος 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετήσιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος διαρκῶν, διηνεκής, καρπὸς Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν ἔτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): throughout all the year, Od. 7.118†.

Greek Monolingual

ἐπετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιον
για ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)].

Greek Monotonic

ἐπετήσιος: -ον, = ἐπέτειος, αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. κάθε χρόνο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπετήσιος, ον = ἐπέτειος,]
from year to year, yearly, Od.

Lexicon Thucydideum

annuus, yearly, 2.80.5, [vulgo et Bekk. commonly and in Bekker's text ἐπ᾽ ἐτησίῳ]