ὑποληπτέον: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(6_20) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolipteon | |Transliteration C=ypolipteon | ||
|Beta Code=u(polhpte/on | |Beta Code=u(polhpte/on | ||
|Definition=(ὑπολαμβάνω) < | |Definition=([[ὑπολαμβάνω]])<br><span class="bld">A</span> [[one must suppose]], [[understand]], [[regard]], τἆλλα.. τὸν αὐτὸν τρόπον ὑ. [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''156e; οὕτως ὑ. περί τινος Id.''R.'' 613a: c. inf., [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''648a14; τίνα.. ἔχον δύναμιν αὐτὸ ὑ.; Pl.''Ti.'' 49a.<br><span class="bld">II</span> [[one must answer]], Eust.1172.26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποληπτέον:''' adj. verb. к [[ὑπολαμβάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπολαμβάνω]], πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ [[περί]] τινος, [[τἆλλα]]... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· [[οὕτως]] ὑπ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26. | |lstext='''ὑποληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπολαμβάνω]], πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ [[περί]] τινος, [[τἆλλα]]... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· [[οὕτως]] ὑπ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπολαμβάνω]], αυτό που πρέπει να υποτεθεί, να γίνει αντιληπτό, κατανοητό, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπ' όψη, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:35, 26 September 2023
English (LSJ)
(ὑπολαμβάνω)
A one must suppose, understand, regard, τἆλλα.. τὸν αὐτὸν τρόπον ὑ. Pl.Tht.156e; οὕτως ὑ. περί τινος Id.R. 613a: c. inf., Arist.PA648a14; τίνα.. ἔχον δύναμιν αὐτὸ ὑ.; Pl.Ti. 49a.
II one must answer, Eust.1172.26.
Russian (Dvoretsky)
ὑποληπτέον: adj. verb. к ὑπολαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπολαμβάνω, πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ περί τινος, τἆλλα... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· οὕτως ὑπ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26.
Greek Monotonic
ὑποληπτέον: ρημ. επίθ. του ὑπολαμβάνω, αυτό που πρέπει να υποτεθεί, να γίνει αντιληπτό, κατανοητό, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπ' όψη, σε Πλάτ.