δυσοδοπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysodopaipalos
|Transliteration C=dysodopaipalos
|Beta Code=dusodopai/palos
|Beta Code=dusodopai/palos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">difficult and rugged</b>, prop. of a mountain road: metaph., <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>387</span> (lyr.).</span>
|Definition=δυσοδοπαίπαλον, [[difficult and rugged]], prop. of a mountain road: metaph., A.''Eu.''387 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον<br />[[de camino áspero]], [[escarpado]] dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.<i>Eu</i>.387, cf. Sch.A.<i>Eu</i>.388.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] durch Felsen unwegsam; übtr., [[λάχη]] θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] durch Felsen unwegsam; übtr., [[λάχη]] θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux roches impraticables]].<br />'''Étymologie:''' [[δύσοδος]], παίπαλα.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый ([[λάχη]] [[θεῶν]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσκολοπαίπαλος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσοδοπαίπᾰλος''': -ον, [[δύσκολος]] καὶ [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».
|lstext='''δυσοδοπαίπᾰλος''': -ον, [[δύσκολος]] καὶ [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσοδοπαίπαλος]], -ον (Α)<br />(για δρόμο) [[δύσβατος]] εξαιτίας βράχων κ.λπ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσοδοπαίπᾰλος:''' -ον ([[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]), [[δύσκολος]] και [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[ανώμαλος]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]οδο-παίπᾰλος, ον [[ὁδός]], [[παιπαλόεις]]<br />[[difficult]] and [[rugged]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοδοπαίπᾰλος Medium diacritics: δυσοδοπαίπαλος Low diacritics: δυσοδοπαίπαλος Capitals: ΔΥΣΟΔΟΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: dysodopaípalos Transliteration B: dysodopaipalos Transliteration C: dysodopaipalos Beta Code: dusodopai/palos

English (LSJ)

δυσοδοπαίπαλον, difficult and rugged, prop. of a mountain road: metaph., A.Eu.387 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον
de camino áspero, escarpado dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.Eu.387, cf. Sch.A.Eu.388.

German (Pape)

[Seite 685] durch Felsen unwegsam; übtr., λάχη θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches impraticables.
Étymologie: δύσοδος, παίπαλα.

Russian (Dvoretsky)

δυσοδοπαίπᾰλος: досл. непроходимый из-за скал, недоступный, перен. непознаваемый (λάχη θεῶν Aesch. - v.l. δυσκολοπαίπαλος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον, δύσκολος καὶ πετρώδης, δύσβατος, κυρίως ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».

Greek Monolingual

δυσοδοπαίπαλος, -ον (Α)
(για δρόμο) δύσβατος εξαιτίας βράχων κ.λπ.

Greek Monotonic

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον (ὁδός, παιπαλόεις), δύσκολος και πετρώδης, δύσβατος, ανώμαλος, απότομος, τραχύς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-οδο-παίπᾰλος, ον ὁδός, παιπαλόεις
difficult and rugged, Aesch.