λῆσις: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_1)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lisis
|Transliteration C=lisis
|Beta Code=lh=sis
|Beta Code=lh=sis
|Definition=(A), εως, ἡ<b class="b3">, (λήθω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λῆστις]], Hsch. s.v. [[ληθεδών]] (<b class="b3">λύσις</b> cod.); f.l. for [[λῆστις]] in <span class="bibl">Critias 6.12</span> D.</span><br /><span class="bld">λῆσις</span> (B), εως, ἡ<b class="b3">, (λῶ)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βούλησις]], [[αἵρεσις]], Hsch.</span>
|Definition=(A), εως, ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ληθεδών]] ([[λύσις]] cod.); [[falsa lectio|f.l.]] for [[λῆστις]] in Critias 6.12 D.<br />(B), εως, ἡ<, ([[λῶ]]) = [[βούλησις]], [[αἵρεσις]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
|lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> ([[πρβλ]]. [[ἔκλησις]], [[ἐπίλησις]]), από όπου και το απλό [[λῆσις]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> ([[πρβλ]]. [[βούλησις]], [[ποίη]]-<i>σις</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ἡ, <i>das [[Vergessen]]</i>, Maxim. περὶ κατ. 77; auch Lesart der mss. bei Critias für [[λῆστις]].<br /><b class="num">2</b> ἡ, Nach Hesych. [[βούλησις]], von λῶ, vgl. [[λῆμα]].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 27 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆσις Medium diacritics: λῆσις Low diacritics: λήσις Capitals: ΛΗΣΙΣ
Transliteration A: lē̂sis Transliteration B: lēsis Transliteration C: lisis Beta Code: lh=sis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (λήθω) = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
(B), εως, ἡ<, (λῶ) = βούλησις, αἵρεσις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκλησις, ἐπίλησις), από όπου και το απλό λῆσις.
(II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλησις, ποίη-σις)].

German (Pape)

1 ἡ, das Vergessen, Maxim. περὶ κατ. 77; auch Lesart der mss. bei Critias für λῆστις.
2 ἡ, Nach Hesych. βούλησις, von λῶ, vgl. λῆμα.