προσχηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proschimatismos
|Transliteration C=proschimatismos
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">outward show</b>, <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π</b>. Gal.<span class="title">Anim. Pass.</span>2.2 (nisi leg. <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Protr.</span>14</span>).</span>
|Definition=ὁ, [[outward show]], <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π.</b> Gal.''Anim. Pass.''2.2 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. ''Protr.''14).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]]. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]]. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσχημᾰτισμός:''' ὁ (= [[παραγωγή]]) грам. слоговое удлинение (напр. в [[τουτονί]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχημᾰτισμός''': ὁ, «[[προσχηματισμός]] ἐστι [[προσθήκη]] μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ [[τέλος]], [[οἷον]] ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
|lstext='''προσχημᾰτισμός''': ὁ, «[[προσχηματισμός]] ἐστι [[προσθήκη]] μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ [[τέλος]], [[οἷον]] ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχημᾰτισμός Medium diacritics: προσχηματισμός Low diacritics: προσχηματισμός Capitals: ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: proschēmatismós Transliteration B: proschēmatismos Transliteration C: proschimatismos Beta Code: prosxhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.

Russian (Dvoretsky)

προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).

Greek (Liddell-Scott)

προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, -δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.