θαύμακτρον: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thaymaktron
|Transliteration C=thaymaktron
|Beta Code=qau/maktron
|Beta Code=qau/maktron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">money paid to see conjurers' tricks</b>, <span class="bibl">Sophr.120</span>.</span>
|Definition=τό, [[money paid to see conjurers' tricks]], Sophr.120.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2).
|lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2).
}}
{{grml
|mltxt=[[θαύμακτρον]], το (Α)<br />χρήματα που δίνει [[κάποιος]] για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαυμάζω]] με την κατάλ. -<i>τρον</i> ([[κατά]] πληθ.) δηλωτική της [[τιμής]] ([[πρβλ]]. [[δίδακτρα]], [[ίατρα]] «χρήματα για την [[πληρωμή]] του γιατρού» <b>κ.τ.ό.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαύμακτρον Medium diacritics: θαύμακτρον Low diacritics: θαύμακτρον Capitals: ΘΑΥΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: thaúmaktron Transliteration B: thaumaktron Transliteration C: thaymaktron Beta Code: qau/maktron

English (LSJ)

τό, money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.

German (Pape)

[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.

Greek (Liddell-Scott)

θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).

Greek Monolingual

θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].