μυξώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myksodis
|Transliteration C=myksodis
|Beta Code=mucw/dhs
|Beta Code=mucw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like mucus, abounding in it</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span>, cf. <span class="bibl">8</span> (Comp.); <b class="b3">δεσμὸς μ</b>. a <b class="b2">pulpy</b> band of connexion, ib.<span class="bibl">45</span>; <b class="b3">μ. ὑγρότητες, γλισχρότης</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>761b33</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>517b28</span>; μ. ὑγρασία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.13.2</span>; <b class="b3">μ. ῥίζαι, σάρξ</b>, Dsc.3.17, Gal.1.579.</span>
|Definition=μυξῶδες, [[like mucus]], [[abounding in mucus]], Hp.''Art.''40, cf. 8 (Comp.); <b class="b3">δεσμὸς μυξώδης</b> a [[pulpy]] [[band]] of [[connection]], ib.45; <b class="b3">μ. ὑγρότητες, γλισχρότης</b>, Arist.''GA''761b33, ''HA''517b28; μ. ὑγρασία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.13.2; <b class="b3">μ. ῥίζαι, σάρξ</b>, Dsc.3.17, Gal.1.579.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] ες, [[schleimartig]], [[rotzartig]], [[voll Schleim]], [[schleimig]], Hippocr. u. a. Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''μυξώδης:''' [[похожий на слизь]], [[слизистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυξώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., [[γλοιώδης]], [[αὐτόθι]] 809· μ. [[ὑγρότης]], [[γλισχρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.
|lstext='''μυξώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., [[γλοιώδης]], [[αὐτόθι]] 809· μ. [[ὑγρότης]], [[γλισχρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

μυξῶδες, like mucus, abounding in mucus, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μυξώδης a pulpy band of connection, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr. HP 3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleimartig, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).