ἐπισέληνος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episelinos | |Transliteration C=episelinos | ||
|Beta Code=e)pise/lhnos | |Beta Code=e)pise/lhnos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπισέληνον, ([[σελήνη]]) [[moon-shaped]]: [[ἐπισέληνα]], τά, [[moon-shaped]] [[cake]]s, Pl.Com.174.10 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">ἐπισέλινα</b>); = [[πόπανα μηνοειδῆ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπισέληνος''': -ον, ([[σελήνη]]) ἔχων [[σχῆμα]] σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπισέληνος]], -ον (Α) [[σελήνη]]<br />[[μηνοειδής]], αυτός που έχει το [[σχήμα]] της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», <b>Πλάτ.</b> Κωμ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπισέληνον, (σελήνη) moon-shaped: ἐπισέληνα, τά, moon-shaped cakes, Pl.Com.174.10 (nisi leg. ἐπισέλινα); = πόπανα μηνοειδῆ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 976] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισέληνος: -ον, (σελήνη) ἔχων σχῆμα σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».
Greek Monolingual
ἐπισέληνος, -ον (Α) σελήνη
μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.).