οὐλάς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oulas | |Transliteration C=oulas | ||
|Beta Code=ou)la/s | |Beta Code=ou)la/s | ||
|Definition= | |Definition=οὐλάδος, ἡ, pecul. fem. of [[οὖλος]] (B),<br><span class="bld">A</span> [[crisped]], [[crinkled]], <b class="b3">χαίτη δρυός</b>, of oak-leaves, Nic.''Al.''260.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], = [[πήρα]], θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.''Fr.''360 ([[θυλὰς]] cj. Ruhnken for [[οὐλαὶ]], [[κενεή]] Hecker for [[κεναί]]), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s. vv. [[θυλίδες]], [[θυλλίς]], [[οὐλάδες]], Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for [[οὖδας]] in ''AP''7.413 (Antip.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0412.png Seite 412]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[οὖλος]], χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = [[πήρα]], Ranzen, wie Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0412.png Seite 412]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[οὖλος]], χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = [[πήρα]], Ranzen, wie Hesych. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐλάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[дорожная сума]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐλάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[οὖλος]] (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πήρα]], [[θύλακος]], Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ [[οὖδας]] ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440. | |lstext='''οὐλάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[οὖλος]] (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πήρα]], [[θύλακος]], Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ [[οὖδας]] ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[μονάς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
οὐλάδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B),
A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260.
II as substantive, = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.
Russian (Dvoretsky)
οὐλάς: άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.
Greek Monolingual
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μονάς)].