ὀπτάζομαι: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_20) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=optazomai | |Transliteration C=optazomai | ||
|Beta Code=o)pta/zomai | |Beta Code=o)pta/zomai | ||
|Definition=Pass., | |Definition=Pass., to [[be seen]], [[LXX]] ''Nu.''14.14:—so [[ὀπτάνομαι]], ib. ''3 Ki.''8.8, ''UPZ''62.32 (ii B. C.), ''PTeb.''24.5 (ii B. C.), ''Act.Ap.''1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.''Pl.''4, ''PMag.Par.''1.3033, ''Corp.Herm.''3.2:—an Act. [[ὀπταίνω]] in Eust.069.33. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπτάζομαι''': Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· [[οὕτως]], ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. [[αὐτόθι]], Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33. | |lstext='''ὀπτάζομαι''': Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· [[οὕτως]], ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. [[αὐτόθι]], Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀπτάζομαι]] (ΑΜ) [[οπτός]] (Ι)<br />[[γίνομαι]] [[ορατός]], βλέπομαι («[[ὅστις]] ὀφθαλμοῖς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ὀπτάζομαι''': [[ὀπτός]] [[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτίλος]], [[ὀπτός]]<br />{optázomai}<br />'''See also''': s. [[ὄπωπα]] u. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,406 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:39, 10 December 2023
English (LSJ)
Pass., to be seen, LXX Nu.14.14:—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2:—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
Greek Monolingual
ὀπτάζομαι (ΑΜ) οπτός (Ι)
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῖς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
ὀπτάνομαι, ὀπτός See also: s. ὄπωπα a. ὄσσε.
Middle Liddell
ὀπτάζομαι, [ὄψ]
Pass. to be seen, NTest.
Frisk Etymology German
ὀπτάζομαι: ὀπτός ὀπτάνομαι, ὀπτίλος, ὀπτός
{optázomai}
See also: s. ὄπωπα u. ὄσσε.
Page 2,406