ἐπιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiterpis
|Transliteration C=epiterpis
|Beta Code=e)piterph/s
|Beta Code=e)piterph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pleasing, delightful</b>, χῶρος <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>413</span> ; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>240e</span> ; ἰδεῖν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>16</span> ; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1166a25</span> : Sup., τὰ -έστατα <span class="bibl">Democr.233</span>. Adv. -πῶς, διατίθεσθαι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.84K., cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">devoted to pleasure</b> (unless = <b class="b2">pleasant companion</b>), <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>23</span>.</span>
|Definition=ἐπιτερπές,<br><span class="bld">A</span> [[pleasing]], [[delightful]], χῶρος ''h.Ap.''413; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240e; ἰδεῖν Plu.''Rom.''16; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1166a25: Sup., τὰ ἐπιτερπέστατα Democr.233. Adv. [[ἐπιτερπῶς]] = [[agreeably]], [[pleasantly]], [[delightfully]], [[διατίθεσθαι]] Phld.''Mus.''p.84K., cf. Plu.''Num.''13.<br><span class="bld">II</span> [[devote]]d to [[pleasure]] (unless = [[pleasant]] [[companion]]), Id.''Alc.''23.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] ές, [[erfreulich]], [[angenehm]], [[χῶρος]] H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς [[ἰδεῖν]] Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[agréable]], [[charmant]];<br /><b>2</b> [[adonné au plaisir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέρπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτερπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[приятный]], [[прелестный]] (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; [[βίος]] Plut.): ἐ. [[ἰδεῖν]] Plut. приятный на вид;<br /><b class="num">2</b> [[преданный наслаждениям]] (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιτερπής''': -ές, παρέχων τέρψιν, [[τερπνός]], [[εὐχάριστος]], [[χῶρος]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· [[ἰδεῖν]] Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτερπής]], -ές (Α) [[επιτέρπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[τερπνός]], που παρέχει [[τέρψη]] («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η θέα του προκαλεί [[ευχαρίστηση]] («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[έκδοτος]] στις ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτερπῶς</i> (Α)<br />τερπνά, ευχάριστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευχάριστος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -[[πῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-τερπής, ές [[τέρπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[pleasing]], [[delightful]], Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[devoted]] to [[pleasure]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:48, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτερπής Medium diacritics: ἐπιτερπής Low diacritics: επιτερπής Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: epiterpḗs Transliteration B: epiterpēs Transliteration C: epiterpis Beta Code: e)piterph/s

English (LSJ)

ἐπιτερπές,
A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e; ἰδεῖν Plu.Rom.16; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25: Sup., τὰ ἐπιτερπέστατα Democr.233. Adv. ἐπιτερπῶς = agreeably, pleasantly, delightfully, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13.
II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 agréable, charmant;
2 adonné au plaisir.
Étymologie: ἐπιτέρπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτερπής:
1 приятный, прелестный (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; βίος Plut.): ἐ. ἰδεῖν Plut. приятный на вид;
2 преданный наслаждениям (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.

Greek Monolingual

ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.

Greek Monotonic

ἐπιτερπής: -ές (τέρπω),
I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ.
II. αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπι-τερπής, ές τέρπω
I. pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.
II. devoted to pleasure, Plut.