ἄληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_15)
mNo edit summary
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aliktos
|Transliteration C=aliktos
|Beta Code=a)/lhktos
|Beta Code=a)/lhktos
|Definition=(A), ον, (λήγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unceasing</b>, πένθος <span class="title">IG</span>14.2126.6; δίψα <span class="bibl">Ph.1.381</span>, al.; <b class="b2">interminable</b>, βυβλίον Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1061.7. Adv. ἀλήκτως <span class="bibl">Ph.2.420</span>; ἀ. ἔχειν τινός <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.458.26B.</span></span><br /><span class="bld">ἄληκτος</span> (B), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἄδαστος]], <span class="bibl">Eust.64.40</span>; cf. <b class="b3">ἄλλ-</b>. ἀλήλεκα, ἀλήθ-λεμαι or ἀλήθ-λεσμαι, v. [[ἀλέω]] (A). ἀλήλῐφα, ἀλήθ-λιμμαι, v. [[ἀλείφω]]. ἄλημα[ <b class="b3">ᾰλ], ατος, τό,</b> (<b class="b3">ἀλέω</b> A) <b class="b2">fine meal</b>: metaph., of a <b class="b2">fine-witted, wily knave</b>, as Ulvsses, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>381</span>,<span class="bibl">390</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>320</span> (v.l.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἀλάομαι). = [[ὁδοιπορία]], Hsch. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, v. [[εἴλω]].</span>
|Definition=(A), ἄληκτον, ([[λήγω]]) [[unceasing]], [[πένθος]] IG14.2126.6; [[δίψα]] Ph.1.381, al.; [[interminable]], [[βυβλίον]] Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. [[ἀλήκτως]] Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.<br /><br />(B), ον, = [[ἄδαστος]], Eust.64.40; cf. [[ἄλληκτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(A)<br />ἄληκτον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄλληκτος]] <i>AB</i> 202.17<br />[[no dividido]], [[no repartido en lotes]] Eust.64.40, <i>AB</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[λαγχάνω]], [[λῆξις]].<br /><br />(B)<br />ἄληκτον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép., poét. [[ἄλληκτος]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incesante]] Νότος <i>Od</i>.12.325, ὀδύναι S.<i>Tr</i>.985, Luc.<i>Dips</i>.4, [[πένθος]] [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.2, <i>GVI</i> 1280.3 (Roma II/III d.C.), [[δίψα]] Ph.1.381<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[ἄλληκτον]], [[ἄλληκτα]] = [[incesantemente]], <i>Il</i>.2.452, ἄ. γελόωσι Call.<i>Dian</i>.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.<br /><b class="num">2</b> [[implacable]], [[que no ceja]] [[θυμός]] <i>Il</i>.9.636.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[interminable]], [[que no tiene final]] una [[explicación]], Demetr.Lac.<i>Geom</i>.16.5<br /><b class="num"></b>[[eterno]] ἄ. ... καὶ [[ἀγήρως]] αἰών Basil.M.32.192B.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene validez permanente]] [[φωνή]] <i>PMasp</i>.97ue.87 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> gram. [[carente de desinencia o terminación]] τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα <i>An.Ox</i>.4.338.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀλήκτως]] = [[incesantemente]] Ph.2.420, [[ἀλήκτως]] ἔχοντες καὶ [[ἀκορέστως]] τῆς ἀπολαύσεως [[incesante]] e [[insaciablemente]] deseando el [[placer]]</i> Eun.<i>VS</i> 458.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[λήγω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unaufhörlich, [[πένθος]] Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. [[ἄλληκτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] [[unaufhörlich]], [[πένθος]] Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. [[ἄλληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[incessant]], [[sans fin]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[λήγω]]): [[unceasing]]; adv. -τον, [[unceasingly]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (AM) [[λήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]] «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»<br /><b>2.</b> ο [[αδιάκοπος]], ο [[αδιάλειπτος]]<br />«μῆνα δὲ πάντ' [[ἄληκτος]] ἄη Νότος» — όλο τον [[μήνα]] φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς <b>Όμ.</b>.<br /><b>(II)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με [[κλήρωση]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀληκτί</i>: [[χωρίς]] να γίνει [[κλήρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[παίρνω]] με κλήρο»].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄληκτος]] -ον (ἀ-, [[λήγω]]) [[onophoudelijk]], [[waaraan geen einde komt]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀδιάκοπος]], [[ἀκατάπαυστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[λήγω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λήγω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 10 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληκτος Medium diacritics: ἄληκτος Low diacritics: άληκτος Capitals: ΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: álēktos Transliteration B: alēktos Transliteration C: aliktos Beta Code: a)/lhktos

English (LSJ)

(A), ἄληκτον, (λήγω) unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.

(B), ον, = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλληκτος.

Spanish (DGE)

(A)
ἄληκτον
• Alolema(s): ἄλληκτος AB 202.17
no dividido, no repartido en lotes Eust.64.40, AB l.c.
• Etimología: Cf. λαγχάνω, λῆξις.

(B)
ἄληκτον
• Alolema(s): ép., poét. ἄλληκτος
I 1incesante Νότος Od.12.325, ὀδύναι S.Tr.985, Luc.Dips.4, πένθος LXX 3Ma.4.2, GVI 1280.3 (Roma II/III d.C.), δίψα Ph.1.381
neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα = incesantemente, Il.2.452, ἄ. γελόωσι Call.Dian.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.
2 implacable, que no ceja θυμός Il.9.636.
II 1interminable, que no tiene final una explicación, Demetr.Lac.Geom.16.5
eterno ἄ. ... καὶ ἀγήρως αἰών Basil.M.32.192B.
2 que tiene validez permanente φωνή PMasp.97ue.87 (VI d.C.).
3 gram. carente de desinencia o terminación τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα An.Ox.4.338.
III adv. ἀλήκτως = incesantemente Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer Eun.VS 458.
• Etimología: Cf. λήγω.

German (Pape)

[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: , λήγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.

English (Autenrieth)

(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.

Greek Monolingual

(I)
ἄληκτος, -ον (AM) λήγω
1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»
2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος
«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..
(II)
ἄληκτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωση
επίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄληκτος -ον (ἀ-, λήγω) onophoudelijk, waaraan geen einde komt.

Mantoulidis Etymological

(=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό α στερητ. + λήγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λήγω.