μετεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ
(6_1)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteggrafo
|Transliteration C=meteggrafo
|Beta Code=meteggra/fw
|Beta Code=meteggra/fw
|Definition=[ᾰ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">place upon a new register</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1370</span> (fut. <span class="bibl">2</span> Pass. <b class="b3">μετεγγραφήσεται</b>); <b class="b2">re-register</b>, τὸν ἐωνημένον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>97.3</span>; <b class="b3">ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας</b> Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.134</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">rewrite</b>, prob. f.l. for μεταγρ- in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>5</span>.</span>
|Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[place upon a new register]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1370 (fut. 2 Pass. [[μετεγγραφήσεται]]); [[re-register]], τὸν ἐωνημένον [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 97.3; <b class="b3">ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας</b> Sch.Pi.''O.''9.134.<br><span class="bld">2</span> [[rewrite]], prob. [[falsa lectio|f.l.]] for μεταγρ- in Luc.''Hist.Conscr.''5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' [[ὅςπερ]] ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' [[ὅςπερ]] ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.
}}
{{bailly
|btext=[[inscrire sur un nouveau registre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐγγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετεγγράφω:''' (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεγγράφω''': [[ἐγγράφω]] εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.
|lstext='''μετεγγράφω''': [[ἐγγράφω]] εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μετεγγράφω]])<br /><b>1.</b> [[εγγράφω]] εκ νέου, [[ξαναγράφω]]<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο<br /><b>3.</b> (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) [[εγγράφω]] από ένα [[σχολείο]] ή [[πανεπιστήμιο]] σε [[άλλο]] ή από έναν σύλλογο σε [[άλλο]], [[μεταγράφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, <i>μετεγγραφήσεται</i>, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to put [[upon]] a new [[register]]: 3 sg. fut. 2 [[pass]]. μετεγγραφήσεται he [[will]] be put on a new [[register]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγγράφω Medium diacritics: μετεγγράφω Low diacritics: μετεγγράφω Capitals: ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: metengráphō Transliteration B: metengraphō Transliteration C: meteggrafo Beta Code: meteggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],
A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr. Fragmenta 97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134.
2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.

German (Pape)

[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.

French (Bailly abrégé)

inscrire sur un nouveau registre.
Étymologie: μετά, ἐγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

μετεγγράφω: (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).

Greek (Liddell-Scott)

μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.

Greek Monolingual

μετεγγράφω)
1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω
2. εγγράφω σε νέο κατάλογο
3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω.

Greek Monotonic

μετεγγράφω: μέλ. -ψω, εγγράφω σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, μετεγγραφήσεται, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.