προσιδρύω: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosidryo | |Transliteration C=prosidryo | ||
|Beta Code=prosidru/w | |Beta Code=prosidru/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[place near]], ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.''in Alc.''p.138C.:—Med., [[found in addition]] or [[near to]], IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be installed in office]], of a priestess, ''IG''22.1346.19. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσιδρύω''': [[ἱδρύω]], τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz. | |lstext='''προσιδρύω''': [[ἱδρύω]], τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]] («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσιδρύομαι</i><br />[[θεμελιώνω]] [[κοντά]] ή [[κατά]] [[προσθήκη]] [[προς]] [[αύξηση]] («νυνὶ δὲ τοῖς βωμοῖς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (σχετικά με την [[ιερεία]]) εγκαθίσταμαι στην [[υπηρεσία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
A place near, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ Procl.in Alc.p.138C.:—Med., found in addition or near to, IG2.1649:—Pass., βωμὸς -ιδρυμένος Hld.10.18.
II Pass., to be installed in office, of a priestess, IG22.1346.19.
Greek (Liddell-Scott)
προσιδρύω: ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, τινά τινι Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Ἀλκ. σ. 138 Creuz.
Greek Monolingual
Α
1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.)
2. μέσ. προσιδρύομαι
θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῖς βωμοῖς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.)
3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην υπηρεσία.