κλονίζω: Difference between revisions

1,429 bytes added ,  29 September 2017
20
(6_2)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλονίζω''': [[κλονέω]], ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
|lstext='''κλονίζω''': [[κλονέω]], ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κλονίζω]]) [[σείω]], [[τραντάζω]], [[προκαλώ]], [[απώλεια]] σταθερότητας («[[ολόκληρο]] το [[σπίτι]] κλονίστηκε από τον σεισμό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του [[αποτυχία]] του κλόνισε την [[αυτοπεποίθηση]]» β. «η [[πίστη]] τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλονίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[ισορροπία]] μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το [[δολάριο]] [[τώρα]] τελευταία κλονίζεται [[σοβαρά]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[υποσκάπτω]] («η [[υπερκόπωση]] κλόνισε [[σοβαρά]] την [[υγεία]] της»)<br /><b>2.</b> [[σαλεύω]], κουνιέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. <i>ἐκλόνησα</i> του <i>κλονῶ</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔσχισα</i>: [[σχίζω]].
}}
}}