μεταπείθω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapeitho
|Transliteration C=metapeitho
|Beta Code=metapei/qw
|Beta Code=metapei/qw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">change a man's persuasion</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>626</span>, <span class="bibl">Lys.9.7</span>, <span class="bibl">D. 18.228</span>:—Pass., <b class="b2">to be persuaded to change</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>413b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.14</span>, <span class="bibl">Isoc.3.47</span>, <span class="bibl">D.<span class="title">Prooem.</span>28</span>.</span>
|Definition=[[change a man's persuasion]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to [[be persuaded to change]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 413b, X.''HG''7.1.14, Isoc.3.47, [[Demosthenes|D.]] ''[[Prooemia|Prooem.]]'' 28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.
}}
{{bailly
|btext=faire changer de résolution, dissuader ; <i>Pass.</i> [[se laisser persuader de]], [[changer de sentiment]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπείθω:'''<br /><b class="num">1</b> [[переубеждать]], [[разубеждать]] (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;<br /><b class="num">2</b> med.-pass. [[менять мнение]] (ἀκούσαντες [[ταῦτα]], μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπείθω''': [[μεταβάλλω]] τὴν πεποίθησίν τινος, [[πείθω]] αὐτὸν εἰς [[ἄλλο]] τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.
|lstext='''μεταπείθω''': [[μεταβάλλω]] τὴν πεποίθησίν τινος, [[πείθω]] αὐτὸν εἰς [[ἄλλο]] τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταπείθω]])<br />[[πείθω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]] ή [[απόφαση]], [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] ή την [[πεποίθηση]] κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω [[αλλά]] [[εκείνος]] δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] την [[πεποίθηση]] ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω ([[άποψη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[change]] a man's [[persuasion]], Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to [[change]], Plat., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπείθω Medium diacritics: μεταπείθω Low diacritics: μεταπείθω Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: metapeíthō Transliteration B: metapeithō Transliteration C: metapeitho Beta Code: metapei/qw

English (LSJ)

change a man's persuasion, Ar.Ach.626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to be persuaded to change, Pl.R. 413b, X.HG7.1.14, Isoc.3.47, D. Prooem. 28.

German (Pape)

[Seite 152] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.

French (Bailly abrégé)

faire changer de résolution, dissuader ; Pass. se laisser persuader de, changer de sentiment.
Étymologie: μετά, πείθω.

Russian (Dvoretsky)

μεταπείθω:
1 переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;
2 med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπείθω: μεταβάλλω τὴν πεποίθησίν τινος, πείθω αὐτὸν εἰς ἄλλο τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.

Greek Monolingual

μεταπείθω)
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση, μεταβάλλω τη γνώμη ή την πεποίθηση κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταπείθω: μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. σω
to change a man's persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.