πρῖσις: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prisis | |Transliteration C=prisis | ||
|Beta Code=pri=sis | |Beta Code=pri=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, (πρίω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[πρίω]])<br><span class="bld">A</span> [[sawing]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''645b17, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.5.4, Heliod. ap. Orib.47.14.3.<br><span class="bld">2</span> in cranial surgery, [[trephining]], Hp.''VC''9, 21.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ὀδόντων</b> [[grinding]] of the teeth, from anger, Plu.2.458d (pl.); or as an effect of disease, Hp. ''Prorrh.''1.48. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῖσις''': ἡ, ([[πρίω]]) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ [[διάτρησις]] διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71. | |lstext='''πρῖσις''': ἡ, ([[πρίω]]) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ [[διάτρησις]] διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρῖσις:''' и [[πρίσις]], εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[пиление]], [[пилка]] (ὁ [[πρίων]] τῆς πρίσεως [[χάριν]] γέγονεν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[скрежет]] (πρίσεις ὀδόντων Plut.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρῖσις -εως, ἡ [1. πρίω] het zagen; geneesk. trepanatie. het knarsen, geknars. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πρίω)
A sawing, Arist.PA645b17, Thphr. HP 5.5.4, Heliod. ap. Orib.47.14.3.
2 in cranial surgery, trephining, Hp.VC9, 21.
II π. ὀδόντων grinding of the teeth, from anger, Plu.2.458d (pl.); or as an effect of disease, Hp. Prorrh.1.48.
Greek (Liddell-Scott)
πρῖσις: ἡ, (πρίω) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ διάτρησις διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς σύμπτωμα νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71.
Russian (Dvoretsky)
πρῖσις: и πρίσις, εως ἡ
1 пиление, пилка (ὁ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.);
2 скрежет (πρίσεις ὀδόντων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῖσις -εως, ἡ [1. πρίω] het zagen; geneesk. trepanatie. het knarsen, geknars.