παλινδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palindinitos
|Transliteration C=palindinitos
|Beta Code=palindi/nhtos
|Beta Code=palindi/nhtos
|Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whirling round and round</b>, θάλασσα <span class="title">AP</span>9.73 (Antiphil.); <b class="b3">κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην</b> ib.<span class="bibl">1.19</span> (Claudian.), cf. <span class="bibl">9.505.14</span>.</span>
|Definition=[δῑ], ον [[whirling round and round]], θάλασσα ''AP''9.73 (Antiphil.); <b class="b3">κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην</b> ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] hin und her wirbelnd; [[θάλασσα]], Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο [[ἀνάγκη]], Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] hin und her wirbelnd; [[θάλασσα]], Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο [[ἀνάγκη]], Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tournoie sur soi-même;<br /><b>2</b> [[qui revient sur ses pas]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινδίνητος:''' (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении ([[θάλασσα]], κόσμοιο [[ἀνάγκη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλινδίνητος''': -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] δινούμενος, [[θάλασσα]] Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην [[αὐτόθι]] 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».
|lstext='''πᾰλινδίνητος''': -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] δινούμενος, [[θάλασσα]] Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην [[αὐτόθι]] 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινδίνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφεται [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]] («[[παλινδίνητος]] [[θάλασσα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλινδίνητον<br />συνεχές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>δινῶ</i> «[[περιστρέφω]], [[στροβιλίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλινδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλῑν-δίνητος, ον,<br />whirling [[round]] and [[round]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδίνητος Medium diacritics: παλινδίνητος Low diacritics: παλινδίνητος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: palindínētos Transliteration B: palindinētos Transliteration C: palindinitos Beta Code: palindi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον whirling round and round, θάλασσα AP9.73 (Antiphil.); κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.

German (Pape)

[Seite 450] hin und her wirbelnd; θάλασσα, Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο ἀνάγκη, Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tournoie sur soi-même;
2 qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινδίνητος: (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении (θάλασσα, κόσμοιο ἀνάγκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδίνητος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν πρὸς τὰ ὀπίσω δινούμενος, θάλασσα Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην αὐτόθι 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».

Greek Monolingual

παλινδίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσωπαλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω
3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον
συνεχές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].

Greek Monotonic

πᾰλινδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰλῑν-δίνητος, ον,
whirling round and round, Anth.