ἐπιρρακτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirraktos
|Transliteration C=epirraktos
|Beta Code=e)pirrakto/s
|Beta Code=e)pirrakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dashed on</b> or <b class="b2">down</b>, <b class="b3">θύρα ἐπιρρακτή</b> <b class="b2">trap</b>-door, Plu.2.781e; <b class="b3">ποτόν</b> <b class="b2">forced down</b> the throat, ib.699d.</span>
|Definition=ἐπιρρακτή, ἐπιρρακτόν, [[dashed on]] or [[down]], <b class="b3">θύρα ἐπιρρακτή</b> [[trap]]-door, Plu.2.781e; [[ποτόν]] [[forced down]] the throat, ib.699d.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu'on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] PLUT herse d'une porte.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπιρράσσω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[Gewalt]] [[darauf]] [[geschmettert]], [[eindringend]]</i>, Sp., wie Plut. <i>[[Sympos]]</i>. 7.1; [[θύρα]] ἐπιρρακτή, <i>[[Falltür]], ad princ. inerud</i>. 4.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρακτός:''' [adj. verb. к [[ἐπιρράσσω]] опускной ([[θύρα]] ἐπιρρακτή Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρακτός''': -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ [[κάτω]], [[θύρα]] ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς [[ὑπερῷον]] [[οἴκημα]] ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς [[ὑπεράνω]] τιθεὶς [[κλινίδιον]], ἐκάθευδε [[μετὰ]] τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.: πρβλ. [[καταρράκτης]].
|lstext='''ἐπιρρακτός''': -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ [[κάτω]], [[θύρα]] ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς [[ὑπερῷον]] [[οἴκημα]] ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς [[ὑπεράνω]] τιθεὶς [[κλινίδιον]], ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.: πρβλ. [[καταρράκτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρακτός]], -ή, -όν (Α) [[επιρρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει με [[δύναμη]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πόρτα) αυτή που κλείνει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[καταπακτή]], [[γκλαβανή]]<br /><b>3.</b> (για [[ποτό]]) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρακτός Medium diacritics: ἐπιρρακτός Low diacritics: επιρρακτός Capitals: ΕΠΙΡΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: epirraktós Transliteration B: epirraktos Transliteration C: epirraktos Beta Code: e)pirrakto/s

English (LSJ)

ἐπιρρακτή, ἐπιρρακτόν, dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ θύρα PLUT herse d'une porte.
Étymologie: adj. verb. de ἐπιρράσσω.

German (Pape)

mit Gewalt darauf geschmettert, eindringend, Sp., wie Plut. Sympos. 7.1; θύρα ἐπιρρακτή, Falltür, ad princ. inerud. 4.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρακτός: [adj. verb. к ἐπιρράσσω опускной (θύρα ἐπιρρακτή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.

Greek Monolingual

ἐπιρρακτός, -ή, -όν (Α) επιρρήγνυμι
1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου
2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή
3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.