κεφαλαλγικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(6_11)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalalgikos
|Transliteration C=kefalalgikos
|Beta Code=kefalalgiko/s
|Beta Code=kefalalgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering from headache</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>283</span>; <b class="b2">inclined to headache</b>, Gal.6.438, 15.125. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">causing headache</b>, <span class="bibl">Diocl.Fr.126</span>, Gal.17(2).754. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">τὰ κ</b>. <b class="b2">symptoms of headache</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.103</span>.</span>
|Definition=κεφαλαλγική, κεφαλαλγικόν,<br><span class="bld">A</span> [[suffering from headache]], Hp.''Coac.''283; [[inclined to headache]], Gal.6.438, 15.125.<br><span class="bld">II</span> [[causing headache]], Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὰ κ.</b> [[symptoms of headache]], Hp.''Prorrh.''1.103.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλαλγικός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.
|lstext='''κεφᾰλαλγικός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῖνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῦτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγικός Medium diacritics: κεφαλαλγικός Low diacritics: κεφαλαλγικός Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kephalalgikós Transliteration B: kephalalgikos Transliteration C: kefalalgikos Beta Code: kefalalgiko/s

English (LSJ)

κεφαλαλγική, κεφαλαλγικόν,
A suffering from headache, Hp.Coac.283; inclined to headache, Gal.6.438, 15.125.
II causing headache, Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754.
III τὰ κ. symptoms of headache, Hp.Prorrh.1.103.

German (Pape)

[Seite 1428] ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, -ή, -όν) κεφαλαλγής
ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῖνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ' ὑπέρ τοῦτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, κεφαλαλγικός», Γαλ.
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεφαλαλγικά
τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.