παρωνύμως: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρωνύμως''': Ἐπίρρ., παρὰ τὸ [[ὄνομα]], [[ἐναντίον]] τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος [[ἐκεῖνος]] [[παρωνύμως]] Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε [[παρώνυμος]].
|lstext='''παρωνύμως''': Ἐπίρρ., παρὰ τὸ [[ὄνομα]], [[ἐναντίον]] τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος [[ἐκεῖνος]] [[παρωνύμως]] Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε [[παρώνυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[παρώνυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνύμως:''' [[в порядке словопроизводства]], [[применяя производное слово]] (π. [[ἀπό]] τινος λέγεσθαι Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

παρωνύμως: в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. ἀπό τινος λέγεσθαι Arst.).