ἔνδεσμος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endesmos | |Transliteration C=endesmos | ||
|Beta Code=e)/ndesmos | |Beta Code=e)/ndesmos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bundle]], [[bag]], Dsc.3.83, [[LXX]] ''3 Ki.''6.10, al., Luc.''Lex.''10; <b class="b3">ἔ. ἀργυρίου</b> [[purse]], [[LXX]] ''Pr.''7.20.<br><span class="bld">II</span> Archit., [[bonding]], τείχους ''SIG''2587.308 (pl., written [[ἐνδέσζμων]]); ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.''Pers.''2.26. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνδεσζμ- <i>IEleusis</i> 177.437 (IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[paquete]], [[atadijo]], [[envoltorio]], <i>Graff.Dip</i>.B 9 (V a.C.) (dud., cf. <i>SEG</i> 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8<br /><b class="num">•</b>[[bolsa]], [[talega]] ἔ. ἀργυρίου [[LXX]] <i>Pr</i>.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.<br /><b class="num">2</b> arq.:<br /><b class="num">a)</b> [[armadura]], [[trabazón]], [[andamiaje de maderas]], para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.<i>Pers</i>.2.26.24;<br /><b class="num">b)</b> [[pieza de armadura]], [[elemento de armazón en madera]], para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (<i>sic</i>) τοῦ τείχους <i>IEleusis</i> [[l.c.]], cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.50, <i>IOropos</i> 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí <i>IEleusis</i> 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος <i>IEleusis</i> 177.19 (IV a.C.). < [[ἔνδεσμος]] [[ἔνδετος]] > [[ἔνδεσμος]], -ον<br />[[sujeto]], [[preso]]con esposas y cepo, Luc.<i>Lex</i>.10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδεσμος''': ὁ, [[τεμάχιον]] πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει [[εἶδος]] σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς [[ὀθόνιον]] καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον [[ἀγγεῖον]], ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) [[βαλλάντιον]], [[ἔνδεσμος]] ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20). | |lstext='''ἔνδεσμος''': ὁ, [[τεμάχιον]] πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει [[εἶδος]] σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς [[ὀθόνιον]] καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον [[ἀγγεῖον]], ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) [[βαλλάντιον]], [[ἔνδεσμος]] ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἔνδεσμος]])<br />[[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[σκελετός]] για τη [[σύνδεση]] και [[στερέωση]] τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για τη [[στήριξη]] ή [[σύνδεση]] του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[ενδέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ύφασμα του οποίου δένονται τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] για να χρησιμοποιηθεί για [[διήθηση]] υγρού<br /><b>2.</b> [[κομπόδεμα]], [[πουγγί]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A bundle, bag, Dsc.3.83, LXX 3 Ki.6.10, al., Luc.Lex.10; ἔ. ἀργυρίου purse, LXX Pr.7.20.
II Archit., bonding, τείχους SIG2587.308 (pl., written ἐνδέσζμων); ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.Pers.2.26.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐνδεσζμ- IEleusis 177.437 (IV a.C.)
1 paquete, atadijo, envoltorio, Graff.Dip.B 9 (V a.C.) (dud., cf. SEG 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8
•bolsa, talega ἔ. ἀργυρίου LXX Pr.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.
2 arq.:
a) armadura, trabazón, andamiaje de maderas, para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις LXX 3Re.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.Pers.2.26.24;
b) pieza de armadura, elemento de armazón en madera, para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (sic) τοῦ τείχους IEleusis l.c., cf. IG 22.463.50, IOropos 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí IEleusis 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος IEleusis 177.19 (IV a.C.). < ἔνδεσμος ἔνδετος > ἔνδεσμος, -ον
sujeto, presocon esposas y cepo, Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, Einband, Band, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμος: ὁ, τεμάχιον πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει εἶδος σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) βαλλάντιον, ἔνδεσμος ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20).
Greek Monolingual
ο (AM ἔνδεσμος)
ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.
νεοελλ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους
2. ενδέτης
αρχ.
1. λεπτό ύφασμα του οποίου δένονται τα τέσσερα άκρα για να χρησιμοποιηθεί για διήθηση υγρού
2. κομπόδεμα, πουγγί.