ὑποστράτηγος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostratigos
|Transliteration C=ypostratigos
|Beta Code=u(postra/thgos
|Beta Code=u(postra/thgos
|Definition=(proparox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">subordinate commander</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.1.32</span>; = Lat. <b class="b2">legatus</b>, <span class="bibl">D.H.19.14(18)</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>10</span>, al., <span class="bibl">D.C.59.21</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> title of an official at Tenos, <span class="title">IG</span>12(5).883.9, al. (i B. C.); in Magnesia, ib.9(2).1111.7; in Egypt, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>124.33</span> (ii B. C.), <span class="title">PTheb.Bank</span> 8.9 (ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1060.2</span> (i B. C.), <span class="bibl">1778.6</span>, al. (i B. C.).</span>
|Definition=(proparox.), ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[subordinate commander]], X.''An.''3.1.32; = Lat. [[legatus]], D.H.19.14(18), App.''Hann.''10, al., D.C.59.21, etc.<br><span class="bld">II</span> title of an official at Tenos, ''IG''12(5).883.9, al. (i B. C.); in Magnesia, ib.9(2).1111.7; in Egypt, ''UPZ''124.33 (ii B. C.), ''PTheb.Bank'' 8.9 (ii B. C.), ''BGU''1060.2 (i B. C.), 1778.6, al. (i B. C.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[commandant en second]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στρατηγός]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Unterfeldherr]]</i>, Xen. <i>An</i>. 3.1.32. Bei den Römern <i>[[legatus]]</i>, D.Cass.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστράτηγος:''' (ᾰ) ὁ [[помощник или заместитель полководца]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστράτηγος''': ὁ, (οὐχὶ ὀξύτ. -γός) δευτερεύων [[στρατηγός]], ὁ [[μετὰ]] τὸν στρατηγὸν [[ἀξιωματικός]], ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32 ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ legatus, Διονύσ. Ἁλ. τ. 4, σ. 2349, 9, Δίων Κάσσ. 59, 21., 68, 30., 72, 11, κλπ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀξιωματικοῦ τινος ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 202, 203, 206.
|lstext='''ὑποστράτηγος''': ὁ, (οὐχὶ ὀξύτ. -γός) δευτερεύων [[στρατηγός]], ὁ μετὰ τὸν στρατηγὸν [[ἀξιωματικός]], ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32 ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ legatus, Διονύσ. Ἁλ. τ. 4, σ. 2349, 9, Δίων Κάσσ. 59, 21., 68, 30., 72, 11, κλπ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀξιωματικοῦ τινος ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 202, 203, 206.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποστράτηγος]], ΝΑ [[στρατηγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[ανώτατος]] [[αξιωματικός]] του στρατού, με βαθμό ανώτερο από του ταξιάρχου και κατώτερο από του αντιστρατήγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αξιωματικός]] υπό τις διαταγές στρατηγού («[[ὅπου]] μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, [[ὁπόθεν]] δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (σε <b>επιγρ.</b>) [[επωνυμία]] αξιωματικού στην Αθήνα<br /><b>3.</b> [[στρατιωτικός]] [[πρεσβευτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστράτηγος:''' ὁ, [[αντιστράτηγος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-στράτηγος, ὁ,<br />a [[lieutenant]]-[[general]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστρᾰτηγος Medium diacritics: ὑποστράτηγος Low diacritics: υποστράτηγος Capitals: ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: hypostrátēgos Transliteration B: hypostratēgos Transliteration C: ypostratigos Beta Code: u(postra/thgos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,
A subordinate commander, X.An.3.1.32; = Lat. legatus, D.H.19.14(18), App.Hann.10, al., D.C.59.21, etc.
II title of an official at Tenos, IG12(5).883.9, al. (i B. C.); in Magnesia, ib.9(2).1111.7; in Egypt, UPZ124.33 (ii B. C.), PTheb.Bank 8.9 (ii B. C.), BGU1060.2 (i B. C.), 1778.6, al. (i B. C.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant en second.
Étymologie: ὑπό, στρατηγός.

German (Pape)

ὁ, Unterfeldherr, Xen. An. 3.1.32. Bei den Römern legatus, D.Cass.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστράτηγος: (ᾰ) ὁ помощник или заместитель полководца Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστράτηγος: ὁ, (οὐχὶ ὀξύτ. -γός) δευτερεύων στρατηγός, ὁ μετὰ τὸν στρατηγὸν ἀξιωματικός, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32 ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ legatus, Διονύσ. Ἁλ. τ. 4, σ. 2349, 9, Δίων Κάσσ. 59, 21., 68, 30., 72, 11, κλπ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀξιωματικοῦ τινος ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 202, 203, 206.

Greek Monolingual

ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ στρατηγός
νεοελλ.
στρ. ανώτατος αξιωματικός του στρατού, με βαθμό ανώτερο από του ταξιάρχου και κατώτερο από του αντιστρατήγου
αρχ.
αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον», Ξεν.)
2. (σε επιγρ.) επωνυμία αξιωματικού στην Αθήνα
3. στρατιωτικός πρεσβευτής.

Greek Monotonic

ὑποστράτηγος: ὁ, αντιστράτηγος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-στράτηγος, ὁ,
a lieutenant-general, Xen.