εὔγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eygnamptos
|Transliteration C=eygnamptos
|Beta Code=eu)/gnamptos
|Beta Code=eu)/gnamptos
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐΰγν</b>-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-bent, well-twisted</b>, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις <span class="bibl">Od.18.294</span>; χαλινοί <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.498</span>; περόναι <span class="bibl">A.R.3.833</span>; ἄγκυρα <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>498</span>, etc. εὔγναπτοις· <b class="b3">καλῶς κατεσκευασμένοις</b>, Hsch. (v.l. in <span class="bibl">Od. 18.294</span>).</span>
|Definition=Ep. [[ἐΰγν]]-, ον, [[well-bent]], [[well-twisted]], κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.''H.''5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.''A.''498, etc. εὔγναπτοις· <b class="b3">καλῶς κατεσκευασμένοις</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[varia lectio|v.l.]] in Od. 18.294).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰγναμπτος]];<br />ος, ον :<br />[[artistement courbé]], [[bien arrondi]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γνάμπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔγναμπτος:''' эп. [[ἐΰγναμπτος]], [[varia lectio|v.l.]] ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый ([[κληΐς]] Hom.; [[ἕλιξ]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
}}
{{Autenrieth
|auten=ἐύγ. ([[γνάμπτω]]): [[gracefully]] [[bent]], Od. 18.294†.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔγναμπτος]], -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)<br />ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «[[εὔγναμπτος]] [[ἄγκυρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔγναμπτος:''' Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=well-[[bent]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγναμπτος Medium diacritics: εὔγναμπτος Low diacritics: εύγναμπτος Capitals: ΕΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúgnamptos Transliteration B: eugnamptos Transliteration C: eygnamptos Beta Code: eu)/gnamptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰγν-, ον, well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).

German (Pape)

[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

εὔγναμπτος: эп. ἐΰγναμπτος, v.l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый (κληΐς Hom.; ἕλιξ HH).

Greek (Liddell-Scott)

εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.

English (Autenrieth)

ἐύγ. (γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.

Greek Monolingual

εὔγναμπτος, -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)
ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»].

Greek Monotonic

εὔγναμπτος: Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

well-bent, Od.