τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_4)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trisathlios
|Transliteration C=trisathlios
|Beta Code=trisa/qlios
|Beta Code=trisa/qlios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-unhappy</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>372</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>242</span>, <span class="bibl">Men. <span class="title">Pk.</span>150</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mis.</span>40</span>, <span class="title">Fr.</span>302, etc.: also in late Prose, as <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>24</span>, Theo Sm.<span class="bibl">p.100</span> H.</span>
|Definition=α, ον, [[thrice-unhappy]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''372, Ar.''Pax''242, Men. ''Pk.''150, ''Mis.''40, ''Fr.''302, etc.: also in late Prose, as Luc.''Gall.''24, Theo Sm.p.100 H.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[trois fois malheureux]], [[très malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄθλιος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον &#91;[[τρίς]], [[ἄθλιος]]] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]], d.i. sehr [[unglücklich]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 373 und Sp., wie Luc. <i>Gall</i>. 24; auch [[getrennt]] [[geschrieben]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐσάθλιος:''' трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τρισάθλιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />[[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, [[αξιολύπητος]], δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια [[κεφαλή]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἰσῆλθε [[τοῖν]] τρισαθλίοιν [[ἔρις]] κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακοηθέστατος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεεινός]] και [[τρισάθλιος]]» — κατώτατης ποιότητας από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισαθλίως]] ΝΜΑ, και <i>τρισάθλια</i> Ν<br />με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελεεινότατα, κακοηθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθλιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισάθλιος:''' -α, -ον, [[πανάθλιος]], [[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάθλιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
|lstext='''τρισάθλιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-άθλιος, η, ον<br />[[thrice]]-[[unhappy]], Soph., etc.
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάθλιος Medium diacritics: τρισάθλιος Low diacritics: τρισάθλιος Capitals: ΤΡΙΣΑΘΛΙΟΣ
Transliteration A: trisáthlios Transliteration B: trisathlios Transliteration C: trisathlios Beta Code: trisa/qlios

English (LSJ)

α, ον, thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.

German (Pape)

dreimal, d.i. sehr unglücklich, Soph. O.C. 373 und Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.

Greek Monotonic

τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

Middle Liddell

τρισ-άθλιος, η, ον
thrice-unhappy, Soph., etc.