Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριμελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trimelis
|Transliteration C=trimelis
|Beta Code=trimelh/s
|Beta Code=trimelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of three</b> μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].</span>
|Definition=τριμελές, [[consisting of three]] μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui se compose de trois mélodies]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέλος]].
}}
{{pape
|ptext=ές,<br><b class="num">1</b> <i>[[dreigliederig]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>aus drei Liedern [[bestehend]]; eine Tonweise</i> hieß so, Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐμελής:''' муз. состоящий из трех напевов Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐμελής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. [[τριμερής]]), Πλούτ. 2. 1132D.
|lstext='''τρῐμελής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. [[τριμερής]]), Πλούτ. 2. 1132D.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[μονομελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμελής Medium diacritics: τριμελής Low diacritics: τριμελής Capitals: ΤΡΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: trimelḗs Transliteration B: trimelēs Transliteration C: trimelis Beta Code: trimelh/s

English (LSJ)

τριμελές, consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

German (Pape)

ές,
1 dreigliederig.
2 aus drei Liedern bestehend; eine Tonweise hieß so, Plut.

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονομελής].