κατασκήνωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskinosis
|Transliteration C=kataskinosis
|Beta Code=kataskh/nwsis
|Beta Code=kataskh/nwsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">encamping, taking up one's quarters</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ch.</span> 28.2</span>, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν <span class="bibl">Plb.11.26.5</span>; <b class="b3">διδόναι εἰς κ</b>. to give them as <b class="b2">quarters</b>, <span class="title">OGI</span>229.57 (Smyrna, iii B.C.); <b class="b3">ἐν κ</b>. in <b class="b2">camp</b>, <span class="bibl">Onos.11.6</span>: pl. -σκηνώσεις βασιλέων <span class="title">Gp.</span>11.2.9. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of birds, <b class="b2">restingplace, nest</b>, Ev.Matt.8.20 (pl.).</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[encamping]], [[taking up one's quarters]], [[LXX]] ''1 Ch.'' 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; <b class="b3">διδόναι εἰς κ.</b> to give them as [[quarters]], ''OGI''229.57 (Smyrna, iii B.C.); <b class="b3">ἐν κ.</b> in [[camp]], Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων ''Gp.''11.2.9.<br><span class="bld">2</span> of birds, [[restingplace]], [[nest]], Ev.Matt.8.20 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de planter sa tente :<br /><b>1</b> [[tente]], [[demeure]];<br /><b>2</b> [[nid]].<br />'''Étymologie:''' [[κατασκηνόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] [[nest]], [[van vogels]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[лагерь]] или [[палатка]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[гнездо]] (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT).
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατασκηνόω]]; an encamping, i.e. ([[figuratively]]) a [[perch]]: [[nest]].
}}
{{Thayer
|txtha=κατασκηνώσεως, ἡ ([[κατασκηνόω]], [[which]] [[see]]), [[properly]], the pitching of tents, encamping; [[place]] of [[tarrying]], [[encampment]], [[abode]]: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, [[Polybius]] 11,26, 5; Diodorus 17,95).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκήνωσις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ [[σκηνή]], [[στρατοπέδευσις]], [[κατάλυσις]], καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[τόπος]] ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, [[φωλεά]], αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
|lstext='''κατασκήνωσις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ [[σκηνή]], [[στρατοπέδευσις]], [[κατάλυσις]], καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[τόπος]] ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, [[φωλεά]], αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατασκήνωσις]], εως [from [[κατασκηνόω]]<br />an encamping:—of birds, a resting-[[place]], [[nest]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katask»nwsij 卡他-士咳挪西士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':向下-帳棚<br />'''字義溯源''':宿營,住宿,夜宿,窩;源自([[κατασκηνόω]])=紮營);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[σκηνόω]])=住帳棚)組成;其中 ([[σκηνόω]])出自([[σκῆνος]])=茅舍), ([[σκῆνος]])出自([[σκηνή]])=帳棚),而 ([[σκηνή]])又出自([[σκεῦος]])*=器具),或出自 ([[σκιά]])*=蔭)<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 窩(2) 太8:20; 路9:58
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκήνωσις Medium diacritics: κατασκήνωσις Low diacritics: κατασκήνωσις Capitals: ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: kataskḗnōsis Transliteration B: kataskēnōsis Transliteration C: kataskinosis Beta Code: kataskh/nwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9.
2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.

Russian (Dvoretsky)

κατασκήνωσις: εως ἡ
1 лагерь или палатка Polyb.;
2 гнездо (τὰ πετεινὰ ἔχει κατασκηνώσεις NT).

English (Strong)

from κατασκηνόω; an encamping, i.e. (figuratively) a perch: nest.

English (Thayer)

κατασκηνώσεως, ἡ (κατασκηνόω, which see), properly, the pitching of tents, encamping; place of tarrying, encampment, abode: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, Polybius 11,26, 5; Diodorus 17,95).

Greek Monotonic

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.

Middle Liddell

κατασκήνωσις, εως [from κατασκηνόω
an encamping:—of birds, a resting-place, nest, NTest.

Chinese

原文音譯:katask»nwsij 卡他-士咳挪西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-帳棚
字義溯源:宿營,住宿,夜宿,窩;源自(κατασκηνόω)=紮營);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自 (σκιά)*=蔭)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 窩(2) 太8:20; 路9:58