λάβρα: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(6_9) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάβρα''': ἡ, [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] τοῦ [[λαύρα]]. | |lstext='''λάβρα''': ἡ, [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] τοῦ [[λαύρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]] [[καύσωνας]], [[μεγάλη]] [[ζέστη]], [[κάψα]], υπερβολική [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ψυχική [[υπερδιέγερση]], [[μεγάλος]] [[καημός]], [[έξαψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φωτιά]] και [[λάβρα]]» <br />α) αφόρητη [[ζέστη]]<br />β) [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], [[καημός]]<br />γ) [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[λάβρος]], [[κατά]] τα [[πικρός]] > [[πίκρα]], [[αλμυρός]] > [[αλμύρα]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:16, 15 January 2019
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, = λαύρα, Man. 3, 52, schlechtere Schreibart.
Greek (Liddell-Scott)
λάβρα: ἡ, ἀδόκιμος τύπος τοῦ λαύρα.
Greek Monolingual
η
1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα
2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη
3. φρ. «φωτιά και λάβρα»
α) αφόρητη ζέστη
β) μεγάλη στενοχώρια, καημός
γ) μεγάλη ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα πικρός > πίκρα, αλμυρός > αλμύρα].