λύη: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lyi | |Transliteration C=lyi | ||
|Beta Code=lu/h | |Beta Code=lu/h | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ἡ, ([[λύω]]) [[dissolution]], [[separation]]: hence, [[faction]], [[sedition]], = [[στάσις]], Hdn.Gr.1.306; Aeol., Dor. [[λύα]], Alc.''Supp.''23.10, 5.11 (pl.), Pi.''N.''9.14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />dissolution, séparation ; sédition.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύη''': ἡ, (λύω) [[διάλυσις]], [[χωρισμός]] | |lstext='''λύη''': ἡ, (λύω) [[διάλυσις]], [[χωρισμός]]· [[ὅθεν]] [[στάσις]], [[διαφορά]], [[μάχη]], Ἀρκάδ. σ. 103. 23· Δωρ. λύα, Πινδ. Ν. 9. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λύη, δωρ. τ. λύα, ἡ (Α) [[λύω]]<br /><b>1.</b> [[διάλυση]], [[χωρισμός]]<br /><b>2.</b> [[διαφορά]], [[διαμάχη]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λύη:''' [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ ([[λύω]]), [[διάλυση]], [[χωρισμός]]· απ' όπου, διχόνια, [[διχασμός]], [[στάση]], ανατρεπτική [[ενέργεια]], σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λύη, δοριξ λύα, ἡ, [λύω]<br />[[dissolution]]: [[hence]], [[faction]], [[sedition]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (λύω) dissolution, separation: hence, faction, sedition, = στάσις, Hdn.Gr.1.306; Aeol., Dor. λύα, Alc.Supp.23.10, 5.11 (pl.), Pi.N.9.14.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dissolution, séparation ; sédition.
Étymologie: λύω.
Greek (Liddell-Scott)
λύη: ἡ, (λύω) διάλυσις, χωρισμός· ὅθεν στάσις, διαφορά, μάχη, Ἀρκάδ. σ. 103. 23· Δωρ. λύα, Πινδ. Ν. 9. 34.
Greek Monolingual
λύη, δωρ. τ. λύα, ἡ (Α) λύω
1. διάλυση, χωρισμός
2. διαφορά, διαμάχη.
Greek Monotonic
λύη: [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ (λύω), διάλυση, χωρισμός· απ' όπου, διχόνια, διχασμός, στάση, ανατρεπτική ενέργεια, σε Πίνδ.
Middle Liddell
λύη, δοριξ λύα, ἡ, [λύω]
dissolution: hence, faction, sedition, Pind.