Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συρροή: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_9)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrroi
|Transliteration C=syrroi
|Beta Code=surroh/
|Beta Code=surroh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύρρευσις]], <b class="b2">conflux</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>50</span>, al.; <b class="b3">ἰχώρων</b> <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>39</span>; <b class="b3">συνροὰ</b> (Dor.) ὑδάτων <span class="title">Mnemos.</span>42.332 (Argos, iv B.C.); <b class="b2">exudation</b> which forms a bulbil, σ. δακρυώδης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.8</span>; <b class="b2">accumulation</b> of earth, ib.<span class="bibl">7.15.2</span>: also σύρροια, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>23</span>, <span class="bibl">Plb.2.32.2</span>, <span class="bibl">Str. 1.3.12</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span> (ξύρρ-) ; σύνροια <span class="title">IG</span>5(1).1431.20 (Messene).</span>
|Definition=ἡ, = [[σύρρευσις]], [[conflux]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 1, ''Ign.''50, al.; [[ἰχώρων]] Plu.''Cleom.''39; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων ''Mnemos.''42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.6.8; [[accumulation]] of earth, ib.7.15.2: also [[σύρροια]], Hp.''Alim.''23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.''CD''1.13 (ξύρρ-); σύνροια ''IG''5(1).1431.20 (Messene).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[confluent]].<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[σύρροια]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''συρροή:''' ἡ [[стечение]], [[слияние]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
|lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [[συρρέω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρρέω]], το να ρέουν ή να χύνονται [[μαζί]] δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («[[συρροή]] πλήθους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την [[άλλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συρροή]] νόμων»<br />(ποιν. δίκ.) η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την [[ίδια]] ύλη<br />β) «[[συρροή]] εγκλημάτων» και «[[συρροή]] αδικημάτων» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εφίδρωση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρροή Medium diacritics: συρροή Low diacritics: συρροή Capitals: ΣΥΡΡΟΗ
Transliteration A: syrroḗ Transliteration B: syrroē Transliteration C: syrroi Beta Code: surroh/

English (LSJ)

ἡ, = σύρρευσις, conflux, Thphr. De Lapidibus 1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr. HP 6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-); σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.

German (Pape)

ἡ, = σύρροια, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συρροή:стечение, слияние Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωσησυρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.