δινωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dinotos
|Transliteration C=dinotos
|Beta Code=dinwto/s
|Beta Code=dinwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turned, rounded</b>, <b class="b3">λέχη, κλισίη</b>, <span class="bibl">Il.3.391</span>, <span class="bibl">Od.19.56</span>; <b class="b3">ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν</b> (sc. <b class="b3">ἀσπίδα</b>) <b class="b2">covered with . . circular plates</b> (or <b class="b2">adorned with spirals</b>), <span class="bibl">Il.13.407</span>; θρόνος <span class="bibl">A.R.3.44</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">whirling</b>, κύκλοι <span class="bibl">Parm.1.7</span>; πτέρυγες <span class="title">Epic.Alex.Adesp.</span> 4.14 Pap.</span>
|Definition=δινωτή, δινωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[turned]], [[rounded]], [[λέχη]], [[κλισίη]], Il.3.391, Od.19.56; <b class="b3">ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν</b> (''[[sc.]]'' [[ἀσπίδα]]) covered with… circular plates (or [[adorned with spirals]]), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44.<br><span class="bld">II</span> [[whirling]], κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες ''Epic.Alex.Adesp.'' 4.14 Pap.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δῑνωτός) -ή, -όν<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δειν- Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ- Man.6.577]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[redondo]], [[ἀσπίς]] <i>Il</i>.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. <i>AP</i> 6.219 (Antip.Sid.), λίθος <i>AP</i> 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.<i>D</i>.1.364, 2.163.<br /><b class="num">2</b> [[torneado]], aunque tal vez [[decorado con círculos o espirales]] λέχη <i>Il</i>.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ <i>Od</i>.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.<i>H</i>.4.83, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.<br /><b class="num">II</b> [[que gira]], [[que da vueltas]] κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.<i>Sphaer</i>.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.<i>D</i>.12.319, cf. 38.162.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[δῖνος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>[[gerundet]], [[rund]] [[gedrechselt]]</i>, [[überhaupt]] <i>wohl = [[zierlich]] [[gearbeitet]]</i>; [[Homer]] [[dreimal]]: <i>Il</i>. 13.407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐΐσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι [[βοῶν]] καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, [[δύω]] κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, [[Apollon]]. <i>Lex.[[Homer]]</i>. p. 59.4 Δινωτήν· στρογγύλην; <i>Il</i>. 3.391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, <i>Scholl. Aristonic</i>. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl [[unbedenklich]] δινωτά zu [[schreiben]]; Friedlaender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, [[Apollon]]. <i>Lex.[[Homer]]</i>. p. 59.5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; <i>Od</i>. 19.56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. [[oben]] (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – sp.D.; [[θρόνος]] Ap.Rh. 3.44.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑνωτός:''' [[обточенный в виде круга]], [[закругленный]]: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῑνωτός''': -ή, -όν, ([[δινόω]]) [[τορνευτός]], [[στρογγύλος]], [[ἀσπίς]], [[λέχος]] Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.
|lstext='''δῑνωτός''': -ή, -όν, ([[δινόω]]) [[τορνευτός]], [[στρογγύλος]], [[ἀσπίς]], [[λέχος]] Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.
}}
{{grml
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου ([[πρβλ]]. και [[βινέω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῑνωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από [[δινόω]]), [[τορνευτός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ.· <i>νώροπι χαλκῷ δινωτήν</i> (ενν. <i>ἀσπίδα</i>), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [as if from [[δινόω]]<br />turned, [[rounded]], Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] [[covered]] all [[round]] with [[brazen]] plates, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑνωτός Medium diacritics: δινωτός Low diacritics: δινωτός Capitals: ΔΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: dinōtós Transliteration B: dinōtos Transliteration C: dinotos Beta Code: dinwto/s

English (LSJ)

δινωτή, δινωτόν,
A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with… circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44.
II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.

Spanish (DGE)

(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d'airain.
Étymologie: δῖνος.

German (Pape)

[ῑ], gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet; Homer dreimal: Il. 13.407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐΐσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex.Homer. p. 59.4 Δινωτήν· στρογγύλην; Il. 3.391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Friedlaender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex.Homer. p. 59.5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Od. 19.56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – sp.D.; θρόνος Ap.Rh. 3.44.

Russian (Dvoretsky)

δῑνωτός: обточенный в виде круга, закругленный: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.

Greek Monolingual

δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].

Greek Monotonic

δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

adj [as if from δινόω
turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] covered all round with brazen plates, Il.