ἀποδημητικός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodimitikos | |Transliteration C=apodimitikos | ||
|Beta Code=a)podhmhtiko/s | |Beta Code=a)podhmhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀποδημητική, ἀποδημητικόν, [[fond of wandering]] or [[fond of travelling]], Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; [[παράστασις]] ἀποδημητική = [[banishment]] to [[foreign]] [[part]]s, of [[ostracism]], Arist. Pol.1308b19: metaph., [[migratory]], i.e. [[mortal]], Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo a uno aficionado a los viajes]] ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.<br /><b class="num">2</b> [[fuera del propio país]] παράστασις Arist.<i>Pol</i>.1308<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">3</b> [[migratorio]] de los peces, Basil.M.29.156C<br /><b class="num">•</b>fig. [[mortal]] de un hombre, Arr.<i>Epict</i>.3.24.4, cf. 60, 105. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui voyage à l'étranger]];<br /><b>2</b> qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδημέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zur [[Reise]] [[gehörig]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδημητικός:''' [[странствующий на чужбине]]: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδημητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., [[διαβατικός]], ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. [[αὐτόθι]] 60 καὶ 105. | |lstext='''ἀποδημητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., [[διαβατικός]], ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. [[αὐτόθι]] 60 καὶ 105. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδημητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· [[παράστασις]] ἀποδημητική, [[εξορία]] στα [[ξένα]], δηλ. [[εξοστρακισμός]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from ἀδημέω]<br />[[fond]] of travelling: [[παράστασις]] ἀπ. [[banishment]] to [[foreign]] parts, i. e. [[ostracism]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀποδημητική, ἀποδημητικόν, fond of wandering or fond of travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀποδημητική = banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
•fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui voyage à l'étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητικός: странствующий на чужбине: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.
Greek Monotonic
ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀδημέω]
fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.