ἱμαλίς: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(6_12)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imalis
|Transliteration C=imalis
|Beta Code=i(mali/s
|Beta Code=i(mali/s
|Definition=ίδος, ἡ, Syrac. epith. of Demeter, Polem. Hist.39:—hence ἱμαλιά, ἡ,= <b class="b3">τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων</b>, Hsch.: ἱμάλιος, α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abundant</b>, Id.: as name of a month at Hierapytna, <span class="title">GDI</span>5040.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Dor. word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap.<span class="bibl">Ath.14.618d</span>;= <b class="b3">ἐπιμύλιος ᾠδή</b>, Hsch., <span class="bibl">Poll.4.53</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, Syrac. [[epithet]] of [[Demeter]], Polem. Hist.39:—hence [[ἱμαλιά]], ἡ, = <b class="b3">τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: ἱμάλιος, α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[abundant]], Id.: as name of a month at Hierapytna, ''GDI''5040.4.<br><span class="bld">II</span> Dor. word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap.Ath.14.618d;= <b class="b3">ἐπιμύλιος ᾠδή</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Poll.4.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαλίς''': -ίδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος παρὰ Συρακοσίοις, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 109Α. - [[ἐντεῦθεν]] ἱμαλιά, «τὸ [[ἐπίμετρον]] τῶν ἀλεύρων. [[ἐπιγέννημα]] ἀλετρίδος, καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς, καὶ [[περιουσία]]» Ἡσύχ. - [[προσέτι]] «ἱμάλιον· καρποφόρον, νόστιμον» ὁ αὐτ. ΙΙ. Δωρ. λέξ. ἀντὶ τοῦ ἱμαῖον [[μέλος]], Τρύφ παρ’ Ἀθην. 618Ε.
|lstext='''ἱμαλίς''': -ίδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος παρὰ Συρακοσίοις, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 109Α. - [[ἐντεῦθεν]] ἱμαλιά, «τὸ [[ἐπίμετρον]] τῶν ἀλεύρων. [[ἐπιγέννημα]] ἀλετρίδος, καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς, καὶ [[περιουσία]]» Ἡσύχ. - [[προσέτι]] «ἱμάλιον· καρποφόρον, νόστιμον» ὁ αὐτ. ΙΙ. Δωρ. λέξ. ἀντὶ τοῦ ἱμαῖον [[μέλος]], Τρύφ παρ’ Ἀθην. 618Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμαλίς]], ἡ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ἱμαλίς</i><br />επίθ. της Δήμητρας στις [[Συρακούσες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμαλιά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[μολυβδίς]], [[τροφαλίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαλίς Medium diacritics: ἱμαλίς Low diacritics: ιμαλίς Capitals: ΙΜΑΛΙΣ
Transliteration A: himalís Transliteration B: himalis Transliteration C: imalis Beta Code: i(mali/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Syrac. epithet of Demeter, Polem. Hist.39:—hence ἱμαλιά, ἡ, = τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων, Hsch.: ἱμάλιος, α, ον,
A abundant, Id.: as name of a month at Hierapytna, GDI5040.4.
II Dor. word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap.Ath.14.618d;= ἐπιμύλιος ᾠδή, Hsch., Poll.4.53.

German (Pape)

[Seite 1252] ίδος, ἡ, nach Trvphon bei Ath. XIV, 618 e dor. = Νόστος, eine Mühlengottheit, ἢ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων, vgl. ἱμαλιά. Bei den Syrakusanern hieß so Demeter, Ath. III, 109 a X, 416 e. Nach Hesych. wie ἱμαῖος ein Müllerlied.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαλίς: -ίδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος παρὰ Συρακοσίοις, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 109Α. - ἐντεῦθεν ἱμαλιά, «τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος, καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς, καὶ περιουσία» Ἡσύχ. - προσέτι «ἱμάλιον· καρποφόρον, νόστιμον» ὁ αὐτ. ΙΙ. Δωρ. λέξ. ἀντὶ τοῦ ἱμαῖον μέλος, Τρύφ παρ’ Ἀθην. 618Ε.

Greek Monolingual

ἱμαλίς, ἡ (Α)
ως κύριο όν. ἡ Ἱμαλίς
επίθ. της Δήμητρας στις Συρακούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμαλιά + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μολυβδίς, τροφαλίς)].